Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συκοφαντώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek Monolingual

συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ συκοφάντης
είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ)
αρχ.
1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («τριάκοντα μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)
2. επικρίνω κάποιον με στρεψοδικίες
3. (γενικά) ψέγω, κατηγορώ
4. (με ειδική σημ.) καταγγέλλω ψευδώς κάποιον ως λαθρέμπορο
5. δίνω ψευδή γνώμη ή συμβουλή
6. διαστρέφω την αλήθεια, στρεψοδικώ
7. διεγείρω κάποιον ερωτικά
8. κάνω τον ταχυδρόμο.