συνδιάσκεψη: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η /συνδιάσκεψις, -έψεως, ΝΜ [[συνδιασκέπτομαι]]<br />η [[πράξη]] του [[διασκέπτομαι]], [[σύσκεψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών προσώπων που διασκέπτονται («η [[συνδιάσκεψη]] δεν έλαβε [[καμιά]] [[απόφαση]]»)<br /><b>2.</b> αντιπροσωπευτικό ή και καθοδηγητικό [[σώμα]] [[ιδίως]] πολιτικού σχηματισμού («συγκλήθηκε έκτακτη [[συνδιάσκεψη]] του [[κόμματος]]»)<br /><b>3.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> α) [[συνέλευση]] πληρεξουσίων αντιπροσώπων κρατών οι οποίοι συνέρχονται σε ορισμένο [[τόπο]] και χρόνο για [[εξέταση]] και [[διευθέτηση]] ενός ή περισσότερων θεμάτων κοινού ή διεθνούς ενδιαφέροντος<br />β) η από κοινού [[διάσκεψη]] κυβερνητικών αντιπροσώπων για την [[προπαρασκευή]] συνθήκης και την [[υποβολή]] της για [[επικύρωση]] στα αντιπροσωπευόμενα κράτη, αλλ. [[συνέδριο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[συνδιάσκεψη]] κορυφής» — [[διάσκεψη]] αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων. | |mltxt=η /συνδιάσκεψις, -έψεως, ΝΜ [[συνδιασκέπτομαι]]<br />η [[πράξη]] του [[διασκέπτομαι]], [[σύσκεψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών προσώπων που διασκέπτονται («η [[συνδιάσκεψη]] δεν έλαβε [[καμιά]] [[απόφαση]]»)<br /><b>2.</b> αντιπροσωπευτικό ή και καθοδηγητικό [[σώμα]] [[ιδίως]] πολιτικού σχηματισμού («συγκλήθηκε έκτακτη [[συνδιάσκεψη]] του [[κόμματος]]»)<br /><b>3.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> α) [[συνέλευση]] πληρεξουσίων αντιπροσώπων κρατών οι οποίοι συνέρχονται σε ορισμένο [[τόπο]] και χρόνο για [[εξέταση]] και [[διευθέτηση]] ενός ή περισσότερων θεμάτων κοινού ή διεθνούς ενδιαφέροντος<br />β) η από κοινού [[διάσκεψη]] κυβερνητικών αντιπροσώπων για την [[προπαρασκευή]] συνθήκης και την [[υποβολή]] της για [[επικύρωση]] στα αντιπροσωπευόμενα κράτη, αλλ. [[συνέδριο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[συνδιάσκεψη]] κορυφής» — [[διάσκεψη]] αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 27 September 2022
Greek Monolingual
η /συνδιάσκεψις, -έψεως, ΝΜ συνδιασκέπτομαι
η πράξη του διασκέπτομαι, σύσκεψη
νεοελλ.
1. το σύνολο τών προσώπων που διασκέπτονται («η συνδιάσκεψη δεν έλαβε καμιά απόφαση»)
2. αντιπροσωπευτικό ή και καθοδηγητικό σώμα ιδίως πολιτικού σχηματισμού («συγκλήθηκε έκτακτη συνδιάσκεψη του κόμματος»)
3. διεθν. δίκ. α) συνέλευση πληρεξουσίων αντιπροσώπων κρατών οι οποίοι συνέρχονται σε ορισμένο τόπο και χρόνο για εξέταση και διευθέτηση ενός ή περισσότερων θεμάτων κοινού ή διεθνούς ενδιαφέροντος
β) η από κοινού διάσκεψη κυβερνητικών αντιπροσώπων για την προπαρασκευή συνθήκης και την υποβολή της για επικύρωση στα αντιπροσωπευόμενα κράτη, αλλ. συνέδριο
4. φρ. «συνδιάσκεψη κορυφής» — διάσκεψη αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων.