φύκος: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / φῡκος, -ύκους και -ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[φύκη]]<br /><b>βοτ.</b> πολυποίκιλη [[ομάδα]] αυτότροφων οργανισμών, [[χωρίς]] αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν [[κατά]] κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή [[διαφοροποίηση]] τών ιστών και τών οργάνων τους, σε [[σύγκριση]] με τα βρυόφυτα και τα [[τραχεόφυτα]] (α. «η [[λίμνη]] [[είναι]] γεμάτη [[φύκη]]» β. «τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, [[ὅταν]] | |mltxt=το / φῡκος, -ύκους και -ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[φύκη]]<br /><b>βοτ.</b> πολυποίκιλη [[ομάδα]] αυτότροφων οργανισμών, [[χωρίς]] αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν [[κατά]] κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή [[διαφοροποίηση]] τών ιστών και τών οργάνων τους, σε [[σύγκριση]] με τα βρυόφυτα και τα [[τραχεόφυτα]] (α. «η [[λίμνη]] [[είναι]] γεμάτη [[φύκη]]» β. «τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, [[ὅταν]] ἑκταραχθεῖσα τοῖς πνεύμασι τὰ [[βρύα]] καὶ τὸ φῡκος ἀναβάλλῃ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] φαιοφυκών που ανήκει στην [[τάξη]] φυκώδη, γνωστή και ως [[φουκώδη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψιμύθιο]] ερυθρού χρώματος, που παρασκευαζόταν από τα [[παραπάνω]] φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία αποτελούσε αρχικά ονομ. φυτού, πιθ. κάποιου είδους [[λειχήνα]] από τον οποίο παρασκεύαζαν ένα [[είδος]] κόκκινης βαφής, χρησιμοποιούμενης και για καλλωπισμό, από όπου και η σημ. «[[ψιμύθιο]]» της λ. Η παλαιότερη [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>p</i><i>ū</i><i>k</i> «[[βαφή]] για τα μάτια») η οποία είχε αρχικά τη σημ. «[[ψιμύθιο]]» και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[φυτό]], δεν θεωρείται πιθανή, [[αφού]] [[άλλωστε]] και ο εβρ. τ. αναφερόταν σε ένα [[είδος]] μαύρης (και όχι ερυθρής) βαφής. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fucus</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:20, 29 September 2022
Greek Monolingual
το / φῡκος, -ύκους και -ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν
συν. στον πληθ. τα φύκη
βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών ιστών και τών οργάνων τους, σε σύγκριση με τα βρυόφυτα και τα τραχεόφυτα (α. «η λίμνη είναι γεμάτη φύκη» β. «τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, ὅταν ἑκταραχθεῖσα τοῖς πνεύμασι τὰ βρύα καὶ τὸ φῡκος ἀναβάλλῃ», Πλούτ.)
νεοελλ.
βοτ. γένος φαιοφυκών που ανήκει στην τάξη φυκώδη, γνωστή και ως φουκώδη
αρχ.
ψιμύθιο ερυθρού χρώματος, που παρασκευαζόταν από τα παραπάνω φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία αποτελούσε αρχικά ονομ. φυτού, πιθ. κάποιου είδους λειχήνα από τον οποίο παρασκεύαζαν ένα είδος κόκκινης βαφής, χρησιμοποιούμενης και για καλλωπισμό, από όπου και η σημ. «ψιμύθιο» της λ. Η παλαιότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. pūk «βαφή για τα μάτια») η οποία είχε αρχικά τη σημ. «ψιμύθιο» και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το φυτό, δεν θεωρείται πιθανή, αφού άλλωστε και ο εβρ. τ. αναφερόταν σε ένα είδος μαύρης (και όχι ερυθρής) βαφής. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. fucus)].