γαλακτόχρως: Difference between revisions

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=galakto/xrws
|Beta Code=galakto/xrws
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[milk-coloured]], <span class="bibl">Philyll.4</span>, <span class="bibl">Nausicr.2</span>: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. [[γαλακτόχροες]] in <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.478</span> is [[falsa lectio|f.l.]] for [[γαλακόχροες]].
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[milk-coloured]], <span class="bibl">Philyll.4</span>, <span class="bibl">Nausicr.2</span>: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. [[γαλακτόχροες]] in <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.478</span> is [[falsa lectio|f.l.]] for [[γαλακόχροες]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰλακτόχρως) -ωτος<br /><b class="num">• Morfología:</b> [neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]<br />[[de color lechoso]] κόλλαβοι Philyll.4, cf. Nausicr.1.12, [[ἄνθη]] Dsc.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ τὸ [[χρῶμα]] ἔχων γάλακτος, Φιλύλλ. Αὔγ. 2, Ναυσικρ. Ναυκλ. 2· οὐδ. πληθ. γαλακτόχροα Διοσκ. 3. 47· ― ὀνομ. πληθ. γαλακτόχροες παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 478 εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ γλακτόχροες ἢ γαλατόχροες.
|lstext='''γᾰλακτόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ τὸ [[χρῶμα]] ἔχων γάλακτος, Φιλύλλ. Αὔγ. 2, Ναυσικρ. Ναυκλ. 2· οὐδ. πληθ. γαλακτόχροα Διοσκ. 3. 47· ― ὀνομ. πληθ. γαλακτόχροες παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 478 εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ γλακτόχροες ἢ γαλατόχροες.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰλακτόχρως) -ωτος<br /><b class="num">• Morfología:</b> [neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]<br />[[de color lechoso]] κόλλαβοι Philyll.4, cf. Nausicr.1.12, [[ἄνθη]] Dsc.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γαλακόχρως]], ο, η (Α)<br />ο [[γαλακτόχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]] (-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. <i>υγρόχρως</i>, [[μελανόχρως]])].
|mltxt=και [[γαλακόχρως]], ο, η (Α)<br />ο [[γαλακτόχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]] (-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. <i>υγρόχρως</i>, [[μελανόχρως]])].
}}
}}

Revision as of 11:48, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτόχρως Medium diacritics: γαλακτόχρως Low diacritics: γαλακτόχρως Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΧΡΩΣ
Transliteration A: galaktóchrōs Transliteration B: galaktochrōs Transliteration C: galaktochros Beta Code: galakto/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, milk-coloured, Philyll.4, Nausicr.2: neut. pl., γαλακτόχροα Dsc.3.47: nom. pl. γαλακτόχροες in Opp.C.3.478 is f.l. for γαλακόχροες.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτόχρως) -ωτος
• Morfología: [neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]
de color lechoso κόλλαβοι Philyll.4, cf. Nausicr.1.12, ἄνθη Dsc.l.c.

German (Pape)

[Seite 471] ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ τὸ χρῶμα ἔχων γάλακτος, Φιλύλλ. Αὔγ. 2, Ναυσικρ. Ναυκλ. 2· οὐδ. πληθ. γαλακτόχροα Διοσκ. 3. 47· ― ὀνομ. πληθ. γαλακτόχροες παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 478 εἶνε ἐσφ. γραφ. ἀντὶ γλακτόχροες ἢ γαλατόχροες.

Greek Monolingual

και γαλακόχρως, ο, η (Α)
ο γαλακτόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -χρως < χρώς «χρώμα» (πρβλ. υγρόχρως, μελανόχρως)].