ἀπόμακτρον: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)po/maktron
|Beta Code=a)po/maktron
|Definition=τό, [[strickle]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>712</span>.
|Definition=τό, [[strickle]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>712</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[residuo]] que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles</i> Ar.<i>Fr</i>.667, cf. Phot.α 2564, Sud., <i>AB</i> 431.<br /><b class="num">2</b> [[rasero]] Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />linge pour s'essuyer en frottant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπομάσσω]].
|btext=ου (τό) :<br />linge pour s'essuyer en frottant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπομάσσω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[residuo]] que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles</i> Ar.<i>Fr</i>.667, cf. Phot.α 2564, Sud., <i>AB</i> 431.<br /><b class="num">2</b> [[rasero]] Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμακτρον Medium diacritics: ἀπόμακτρον Low diacritics: απόμακτρον Capitals: ΑΠΟΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: apómaktron Transliteration B: apomaktron Transliteration C: apomaktron Beta Code: a)po/maktron

English (LSJ)

τό, strickle, Ar.Fr.712.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 residuo que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles Ar.Fr.667, cf. Phot.α 2564, Sud., AB 431.
2 rasero Hsch.

German (Pape)

[Seite 314] τό, = ἀπόμαγμα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμακτρον: τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ μέτρον σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
linge pour s'essuyer en frottant.
Étymologie: ἀπομάσσω.

Greek Monolingual

ἀπόμακτρον, το (Α) απομάσσω
βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).

Greek Monotonic

ἀπόμακτρον: τό (ἀπο-μάσσω), ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν ή αφαιρούσαν το σιτάρι, ώστε να μην ξεπερνά το καθορισμένο μέτρο στο ζύγισμά του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀπομάσσω
a strickle, Ar.