ἐκδορά: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(big3_13) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekdora | |Transliteration C=ekdora | ||
|Beta Code=e)kdora/ | |Beta Code=e)kdora/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ, [[stripping off]], [[removing]], λειχήνων Gal.12.844. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ᾶς, ἡ<br />[[desollamiento]] ἁπάντων ὠμότεροι ... οἱ Πέρσαι, ἐκδοραῖς χρώμενοι como castigo, Thdt.M.81.1416C, cf. <i>Affect</i>.9.32<br /><b class="num">•</b>medic. [[excoriación]] τῶν λειχήνων Crit.Hist. en Gal.12.844, 845, cf. 846. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἐκδορά''': ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. | |lstext='''ἐκδορά''': ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η (Α [[ἐκδορά]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαιο [[τραύμα]] της επιδερμίδας, [[ξέγδαρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] του δέρματος, [[γδάρσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[αφαίρεση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, stripping off, removing, λειχήνων Gal.12.844.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
desollamiento ἁπάντων ὠμότεροι ... οἱ Πέρσαι, ἐκδοραῖς χρώμενοι como castigo, Thdt.M.81.1416C, cf. Affect.9.32
•medic. excoriación τῶν λειχήνων Crit.Hist. en Gal.12.844, 845, cf. 846.
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, das Abhäuten, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδορά: ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
Greek Monolingual
η (Α ἐκδορά)
νεοελλ.
επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα
αρχ.
1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο
2. γεν. αφαίρεση.