ἐμπολητός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)mpolhto/s
|Beta Code=e)mpolhto/s
|Definition=ή, όν, [[bought]], <b class="b3">οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</b> the son of Sisy phus [[bought by]] or [[palmed off upon]] L., <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>417</span>.
|Definition=ή, όν, [[bought]], <b class="b3">οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</b> the son of Sisy phus [[bought by]] or [[palmed off upon]] L., <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>417</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vendido]] οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes</i> S.<i>Ph</i>.417.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />vendu à <i>ou</i> acheté par.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
|btext=ή, όν :<br />vendu à <i>ou</i> acheté par.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vendido]] οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes</i> S.<i>Ph</i>.417.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολητός Medium diacritics: ἐμπολητός Low diacritics: εμπολητός Capitals: ΕΜΠΟΛΗΤΟΣ
Transliteration A: empolētós Transliteration B: empolētos Transliteration C: empolitos Beta Code: e)mpolhto/s

English (LSJ)

ή, όν, bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisy phus bought by or palmed off upon L., S.Ph.417.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vendido οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes S.Ph.417.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολητός: -ή, -όν, ἀγοραστός, ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, διότι λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν ἔγκυος ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu à ou acheté par.
Étymologie: ἐμπολάω.

Greek Monolingual

ἐμπολητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός.

Greek Monotonic

ἐμπολητός: -ή, -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολητός: купленный или проданный Soph.

Middle Liddell

ἐμπολητός, ή, όν adj ἐμπολάω
bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisyphus bought by or palmed off upon Laertes, Soph.