αὐτοετής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0397.png Seite 397]] ές ([[ἔτος]]), in, von demselben Jahre, heurig, Arist.; Theophr. – Adv. αὐτόετες, in demselben Jahre, in Jahresfrist, Od. 3, 322.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0397.png Seite 397]] ές ([[ἔτος]]), in, von demselben Jahre, heurig, Arist.; Theophr. – Adv. αὐτόετες, in demselben Jahre, in Jahresfrist, Od. 3, 322.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui est de l'année même, de la même année ; <i>neutre adv.</i> • αὐτοετές la même année.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοετής''': -ές, ([[ἔτος]]), τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔτους, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει, [[ἐνιαύσιος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14. 10· αὐτοετεῖς αὐαίνονται Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 7, 1· ― Ἐπίρρ. αὐτόετες, τῷ αὐτῷ ἔτει, Ὀδ. Γ. 322, Δίων Κ. 36. 20.
|lstext='''αὐτοετής''': -ές, ([[ἔτος]]), τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔτους, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει, [[ἐνιαύσιος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14. 10· αὐτοετεῖς αὐαίνονται Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 7, 1· ― Ἐπίρρ. αὐτόετες, τῷ αὐτῷ ἔτει, Ὀδ. Γ. 322, Δίων Κ. 36. 20.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui est de l'année même, de la même année ; <i>neutre adv.</i> • αὐτοετές la même année.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοετής Medium diacritics: αὐτοετής Low diacritics: αυτοετής Capitals: ΑΥΤΟΕΤΗΣ
Transliteration A: autoetḗs Transliteration B: autoetēs Transliteration C: aftoetis Beta Code: au)toeth/s

English (LSJ)

ές, (ἔτος) in or of the same year, of trees, αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP3.7.1; ἔριφος J.AJ3.9.3. Adv. αὐτοετές within the year, Od.3.322, D.C.36.37; γεννᾶν Arist.HA562b12; at one year old, ὀχεύεσθαι ib.545a24.

Spanish (DGE)

-ές
1 en posición pred. en el mismo año, dentro del año en curso αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP 3.7.1, neutr. como adv. αὐ. οἰχνεῖν Od.3.322, αὐ. ἡμεροῦν D.C.36.37.3, γεννᾶν Arist.HA 562b12, ὀχεύεσθαι Arist.HA 545a24
que desempeña su función durante el mismo año (al tiempo que otra) προφήτης Didyma 278.3, 283, cf. 229.2.8 (todas imper.).
2 del primer año, del año μέλιτται Ael.NA 1.11, ἔριφος I.AI 3.231, εὐφόρβιον Gal.13.627.

German (Pape)

[Seite 397] ές (ἔτος), in, von demselben Jahre, heurig, Arist.; Theophr. – Adv. αὐτόετες, in demselben Jahre, in Jahresfrist, Od. 3, 322.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est de l'année même, de la même année ; neutre adv. • αὐτοετές la même année.
Étymologie: αὐτός, ἔτος.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοετής: -ές, (ἔτος), τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει, ἐνιαύσιος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14. 10· αὐτοετεῖς αὐαίνονται Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 7, 1· ― Ἐπίρρ. αὐτόετες, τῷ αὐτῷ ἔτει, Ὀδ. Γ. 322, Δίων Κ. 36. 20.

Greek Monolingual

αύτοετής, -ές (Α)
1. αυτός που γίνεται μέσα στο ίδιο έτος με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. αὐτοετές
μέσα σ' ένα χρόνο, εντός του έτους.

Greek Monotonic

αὐτοετής: -ές (ἔτος), στον ή σχετικά με τον ίδιο χρόνο· επίρρ., αὐτόετες, μέσα στον ίδιο χρόνο, εντός του χρόνου, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοετής: относящийся к тому же году, того же года Arst.

Middle Liddell

ἔτος
in or of the same year: adv. αὐτόετες, in the same year, within the year, Od.