αὐχενίζω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0405.png Seite 405]] den Hals abschneiden, τινά Soph. Ai. 291, Schol. [[λαιμοτομέω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0405.png Seite 405]] den Hals abschneiden, τινά Soph. Ai. 291, Schol. [[λαιμοτομέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> [[ηὐχένιζον]];<br /><b>1</b> décapiter, égorger;<br /><b>2</b> comprimer le cou ; étouffer.<br />'''Étymologie:''' [[αὐχήν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐχενίζω''': μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) [[ἀποκόπτω]] τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, [[ἀποκεφαλίζω]], τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. [[ἄγχω]], [[ἀποπνίγω]], [[στραγγαλίζω]]· αὕτη δὲ ἡ [[ἔννοια]] μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22. | |lstext='''αὐχενίζω''': μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) [[ἀποκόπτω]] τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, [[ἀποκεφαλίζω]], τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. [[ἄγχω]], [[ἀποπνίγω]], [[στραγγαλίζω]]· αὕτη δὲ ἡ [[ἔννοια]] μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:05, 1 October 2022
English (LSJ)
(αὐχήν) A cut the throat of... S.Aj.298. 2 seize by the throat: metaph., κῆρες αὐ. ψυχήν Ph.1.654; λόγους παλαίσμασι ib.676:—Pass., 2.372. 3 bind the neck with a ligature, Hippiatr.10.
Spanish (DGE)
1 decapitar ταύρους S.Ai.298.
2 coger por el cuello, acogotar, ahogar en metáf. de la lucha παλαίσματι ... αὐχενίζοντες ἐκτραχηλίζειν Ph.1.676, cf. Phot.α 3279
•fig. agobiar ἑκάστην (κῆρα) τὴν ψυχὴν αὐχενίζουσαν Ph.1.654, cf. en v. pas., Ph.2.372.
3 vet. hacer un torniquete en el cuello αὐχενίζειν χρή, τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8.
German (Pape)
[Seite 405] den Hals abschneiden, τινά Soph. Ai. 291, Schol. λαιμοτομέω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ηὐχένιζον;
1 décapiter, égorger;
2 comprimer le cou ; étouffer.
Étymologie: αὐχήν.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχενίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, (αὐχὴν) ἀποκόπτω τὸν αὐχένα, λαιμοτομῶ, ἀποκεφαλίζω, τοὺς μὲν ηὐχένιζε Σοφ. Αἴ. 298. 2) ἐν Φίλωνι 1. 654 (πρβλ. 2. 372) πιθ. ἄγχω, ἀποπνίγω, στραγγαλίζω· αὕτη δὲ ἡ ἔννοια μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἱππιατρ. σ. 41. 22.
Greek Monolingual
αὐχενίζω (Α)
1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω
2. στραγγαλίζω, πνίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν (-ένος).
ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω
αρχ.-μσν.
παραυχενίζω.
Greek Monotonic
αὐχενίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ (αὐχήν), κόβω το λαιμό από έναν άνθρωπο, αποκεφαλίζω, με αιτ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐχενίζω: перерезывать горло (τοὺς μὲν ηὐχένιζε, τοὺς δ᾽ ἔσφαζε Soph.).