εὔκλεια: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] ἡ, ep. ἐϋκλείη, Il. 8, 285 Od. 14, 402, ion. εὐκλεΐη, dor. εὐκλεΐα, der [[gute Ruf]], [[Ruhm]], ἐϋκλείης τινὰ ἐπιβῆσαι, ihn des Ruhms theilhaftig werden lassen, λιπὼν εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch. Ch. 344; δεινὸς εὐκλείας [[ἔρως]] Eum. 827 (auch = das Loben, Suppl. 953); εὐκλείαν, Spt. 667; [[στέφανος]] εὐκλείας Soph. Ai. 460, wie Eur. Suppl. 627; Plat. Menex. 247 a u. sonst einzeln in Prosa, Xen. An. 7, 6, 33; Pol. 18, 28, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] ἡ, ep. ἐϋκλείη, Il. 8, 285 Od. 14, 402, ion. εὐκλεΐη, dor. εὐκλεΐα, der [[gute Ruf]], [[Ruhm]], ἐϋκλείης τινὰ ἐπιβῆσαι, ihn des Ruhms theilhaftig werden lassen, λιπὼν εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch. Ch. 344; δεινὸς εὐκλείας [[ἔρως]] Eum. 827 (auch = das Loben, Suppl. 953); εὐκλείαν, Spt. 667; [[στέφανος]] εὐκλείας Soph. Ai. 460, wie Eur. Suppl. 627; Plat. Menex. 247 a u. sonst einzeln in Prosa, Xen. An. 7, 6, 33; Pol. 18, 28, 9.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gloire, bon renom.<br />'''Étymologie:''' [[εὐκλεής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκλειᾰ''': ἡ· ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 685 εὐκλείᾱ [[χάριν]] τοῦ μέτρου· Ἐπικ. ἐϋκλείη Ἰλ. Θ. 285, Ὀδ. Ξ. 402· εὐκλεΐη Ἀνθ. Π. παράρτ. 215· πρβλ. [[ἄγνοια]], [[ἄνοια]], κτλ.· - καλὸν [[κλέος]], καλὴ [[φήμη]], [[δόξα]], Ὅμ., κλ.· τὸν... ἐϋκλείης ἐπίβησον Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· λιπὼν... εὔκλειαν ἐν δόμοισι Αἰσχύλ. Χο. 349· [[στέφανος]] εὐκλείας Σοφ. Αἴ. 465, Εὐρ. Ἱκ. 315: πρβλ. [[ἄγαλμα]].
|lstext='''εὔκλειᾰ''': ἡ· ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 685 εὐκλείᾱ [[χάριν]] τοῦ μέτρου· Ἐπικ. ἐϋκλείη Ἰλ. Θ. 285, Ὀδ. Ξ. 402· εὐκλεΐη Ἀνθ. Π. παράρτ. 215· πρβλ. [[ἄγνοια]], [[ἄνοια]], κτλ.· - καλὸν [[κλέος]], καλὴ [[φήμη]], [[δόξα]], Ὅμ., κλ.· τὸν... ἐϋκλείης ἐπίβησον Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· λιπὼν... εὔκλειαν ἐν δόμοισι Αἰσχύλ. Χο. 349· [[στέφανος]] εὐκλείας Σοφ. Αἴ. 465, Εὐρ. Ἱκ. 315: πρβλ. [[ἄγαλμα]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gloire, bon renom.<br />'''Étymologie:''' [[εὐκλεής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκλειᾰ Medium diacritics: εὔκλεια Low diacritics: εύκλεια Capitals: ΕΥΚΛΕΙΑ
Transliteration A: eúkleia Transliteration B: eukleia Transliteration C: eykleia Beta Code: eu)/kleia

English (LSJ)

ἡ, εὐκλεία metrigr., A.Th.685: Ep. ἐϋκλείη Il.8.285, Od. 14.402; εὐκλεΐη IG 14.1663:—
A good repute, glory, τὸν… ἐϋκλείης ἐπίβησον Il.l.c., cf. Antipho Soph.49, Th.2.44, X.An.7.6.33, Pl.Mx. 247a, Ep.354b, A.R.1.141, etc.; λιπὼν… εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch.348 (lyr.); στέφανος εὐκλείας S.Aj.465, E.Supp.315; ἄγαλμα εὐκλείας S.Ant.703.
II Εὔκλεια personified, B.12.183, IG3.277.
2 title of Artemis in Boeotia, etc., Plu.Arist.20, Paus.9.17.1,2:—hence Εὔκλεια, τά, festival at Delphi, Schwyzer 323 D 7 (Delph., v/iv B. C.): Εὔκλειος, ὁ, epithet of Zeus, B.1.6; (sc. μήν) name of month, e.g. at Corcyra, IG9(1).694.51,al.; at Tauromenium, ib.14.430ii9.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, ep. ἐϋκλείη, Il. 8, 285 Od. 14, 402, ion. εὐκλεΐη, dor. εὐκλεΐα, der gute Ruf, Ruhm, ἐϋκλείης τινὰ ἐπιβῆσαι, ihn des Ruhms theilhaftig werden lassen, λιπὼν εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch. Ch. 344; δεινὸς εὐκλείας ἔρως Eum. 827 (auch = das Loben, Suppl. 953); εὐκλείαν, Spt. 667; στέφανος εὐκλείας Soph. Ai. 460, wie Eur. Suppl. 627; Plat. Menex. 247 a u. sonst einzeln in Prosa, Xen. An. 7, 6, 33; Pol. 18, 28, 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloire, bon renom.
Étymologie: εὐκλεής.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλειᾰ: ἡ· ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 685 εὐκλείᾱ χάριν τοῦ μέτρου· Ἐπικ. ἐϋκλείη Ἰλ. Θ. 285, Ὀδ. Ξ. 402· εὐκλεΐη Ἀνθ. Π. παράρτ. 215· πρβλ. ἄγνοια, ἄνοια, κτλ.· - καλὸν κλέος, καλὴ φήμη, δόξα, Ὅμ., κλ.· τὸν... ἐϋκλείης ἐπίβησον Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· λιπὼν... εὔκλειαν ἐν δόμοισι Αἰσχύλ. Χο. 349· στέφανος εὐκλείας Σοφ. Αἴ. 465, Εὐρ. Ἱκ. 315: πρβλ. ἄγαλμα.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ εὔκλεια, Α και εὐκλεία, επικ. τ. ἐϋκλείη, επιγρ. εὐκλεΐη) ευκλεής
καλή φήμη, δόξα («ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν», Σοφ.)
μσν.
(σε προσφωνήσεις εκτίμησης και σεβασμού) η τιμή, η εντιμότητα, η σεβασμιότητά σου («τῆς σῆς θεοφρουρήτου εὐκλείας», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. ως προσωποποίηση της δόξας
2. ως επίθ. της θεάς Αρτέμιδος στη Βοιωτία και αλλού («τοῦ ναοῦ δὲ τῆς Εὐκλείας Ἀρτέμιδος», Παυσ.).
(II)
εὔκλεια, τὰ (Α) ευκλεής
επιγρ. εορτή προς τιμήν της Ευκλείας Αρτέμιδος στη Δήλο και στους Δελφούς.

Greek Monotonic

εὔκλειᾰ: ἡ, Επικ. ἐϋκλείη, καλή φήμη, δόξα, σε Όμηρ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκλεια: поэт. Aesch. εὐκλείᾱ, эп. ἐϋκλείη, ион. εὐΚλεΐη ἡ слава Hom., Trag., Xen., Plat., Plut., Anth.

Middle Liddell

εὔκλεια, ης, ἡ,
good repute, glory, Hom., Trag.

English (Woodhouse)

celebrity, distinction, fame, honor, honour, renown, reputation, good name

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)