δραματουργός: Difference between revisions
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] = [[δραματοποιός]], Sp.; übh. Erfinder, Urheber, Ios. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] = [[δραματοποιός]], Sp.; übh. Erfinder, Urheber, Ios. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />auteur dramatique.<br />'''Étymologie:''' [[δρᾶμα]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρᾱμᾰτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[δραματοποιός]], Ἰουστῖν. Μ. πρὸς Ἕλλ. σ. 39. ΙΙ. ὁ κατεργαζόμενος, [[αἴτιος]], μύσους Ἰώσηπ. Ι. Π. 1. 26, 4. | |lstext='''δρᾱμᾰτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[δραματοποιός]], Ἰουστῖν. Μ. πρὸς Ἕλλ. σ. 39. ΙΙ. ὁ κατεργαζόμενος, [[αἴτιος]], μύσους Ἰώσηπ. Ι. Π. 1. 26, 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
όν, contriver, μύσους J.BJ1.26.4.
Spanish (DGE)
(δρᾰμᾰτουργός) -όν
I ficticio, engañoso ἱστορίαι Iust.Phil.Or.Gr.3.5.
II subst. ὁ δ.
1 autor de dramas, dramaturgo dicho de Eurípides, Éupolis y Aristófanes, Sch.Luc.ITr.1
•director del montaje escénico, fig. ref. a una persona intrigante manipulador ὅλου τοῦ μύσους I.BI 1.530.
2 criminal, fautor ὦ δραματουργὲ τοῦ φόνου τοῦ Δεσπότου Chr.Pat.1887, cf. 2208.
German (Pape)
[Seite 665] = δραματοποιός, Sp.; übh. Erfinder, Urheber, Ios.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
auteur dramatique.
Étymologie: δρᾶμα, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = δραματοποιός, Ἰουστῖν. Μ. πρὸς Ἕλλ. σ. 39. ΙΙ. ὁ κατεργαζόμενος, αἴτιος, μύσους Ἰώσηπ. Ι. Π. 1. 26, 4.
Greek Monolingual
ο, η (Α ως επίθ. δραματουργός, -όν)
νεοελλ.
δραματοποιός
αρχ.
1. δραματικός
2. δημιουργός, αίτιος, πρόξενος κάποιου πράγματος.
Greek Monotonic
δρᾱμᾰτουργός: -όν (*ἔργω), δραματικός ποιητής.