διαύγεια: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] 1) = [[διαυγασμός]], Themist. – 2) eine Oeffnung, durch welche das Licht fällt, D. Sic. 17, 82. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] 1) = [[διαυγασμός]], Themist. – 2) eine Oeffnung, durch welche das Licht fällt, D. Sic. 17, 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />clarté transparente.<br />'''Étymologie:''' [[διαυγής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαύγεια''': ἡ, =τῷ προηγ., Θεμίστ. 175Α, Κάσσιος Προβλ. (Ἀριστ. 4, σ. 334 Didot.). II. ὁπὴ πρὸς εἴσδυσιν τοῦ φωτὸς ([[φεγγίτης]]), Διόδ. 17.82. | |lstext='''διαύγεια''': ἡ, =τῷ προηγ., Θεμίστ. 175Α, Κάσσιος Προβλ. (Ἀριστ. 4, σ. 334 Didot.). II. ὁπὴ πρὸς εἴσδυσιν τοῦ φωτὸς ([[φεγγίτης]]), Διόδ. 17.82. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:22, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = διαυγασμός (splendour bursting forth), Philostr.Im.2.1, Them. Or.13.175a, etc. 2 translucency, Plu.2.914b, Hierocl.CA26p.480M.: metaph. of sayings, clarity, Plu.2.408e. II hole to admit light, D.S.17.82; peephole, Procl.Hyp.3.25.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1transparencia del agua marina, Plu.2.914b, de gemas pintadas en el borde de un cuadro, Philostr.Im.2.1, νύκτες ... φωτὸς πλήρεις καὶ διαυγείας Them.Or.13.175a
•fig. acuidad, perspicacia τοῦ νοῦ Plu.2.408e.
2 fig. esplendor τοῦ σωματικοῦ ὀχήματος Hierocl.in CA 26.15, ἐκείνη ... ἀκροτάτη δ. de la divinidad, Dion.Ar.CH 2.4.
II concr. tragaluz κατὰ δὲ μέσην τὴν ὀροφὴν ἀπολελειμμένης διαυγείας D.S.17.82, δι' ἀμφοτέρων τῶν διαυγειῶν πίπτει ἡ ἀκτίς Procl.Hyp.3.25.
German (Pape)
[Seite 609] 1) = διαυγασμός, Themist. – 2) eine Oeffnung, durch welche das Licht fällt, D. Sic. 17, 82.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
clarté transparente.
Étymologie: διαυγής.
Greek (Liddell-Scott)
διαύγεια: ἡ, =τῷ προηγ., Θεμίστ. 175Α, Κάσσιος Προβλ. (Ἀριστ. 4, σ. 334 Didot.). II. ὁπὴ πρὸς εἴσδυσιν τοῦ φωτὸς (φεγγίτης), Διόδ. 17.82.
Greek Monolingual
(ΑΝ) και διαυγία, η (Α)
1. διαφάνεια, καθαρότητα, ορατότητα («διαύγεια ατμόσφαιρας»)
2. σαφήνεια, ευκρίνεια («διαύγεια πνεύματος» «)
αρχ.
τρύπα απ' όπου περνά το φως, φεγγίτης («κοντὰ δὲ μέσην τὴν ὀροφὴν (τῶν οἰκιῶν) ἀπολελειμμένης διαύγειας», Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
διαύγεια: ἡ
1) просвечивание, свечение (μαρτυρία τῆς θερμότητος ἡ δ. Plut.);
2) просвет, отверстие (κατὰ μέσην τὴν ὀροφὴν ἀπολελειμμένη δ. Diod.).