εὔξεστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von [[ἀπήνη]], Il. 24, 275, [[ῥυμός]], 271, [[φάτνη]], 280, Od. oft, [[χηλός]], 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von [[ἀπήνη]], Il. 24, 275, [[ῥυμός]], 271, [[φάτνη]], 280, Od. oft, [[χηλός]], 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />bien raclé, bien poli, <i>p. ext.</i> bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔξεστος''': Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, [[ἀλλά]], ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - [[καλῶς]] ἐξεσμένος, ὡς τὸ [[εὔξοος]], ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, [[ῥυμός]], [[ἀπήνη]], [[φάτνη]] Ἰλ. Ω. 271, 275, 280· χηλὸς Ὀδ. Ν. 10· ἄκοντες Ξ. 225· - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄. | |lstext='''εὔξεστος''': Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, [[ἀλλά]], ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - [[καλῶς]] ἐξεσμένος, ὡς τὸ [[εὔξοος]], ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, [[ῥυμός]], [[ἀπήνη]], [[φάτνη]] Ἰλ. Ω. 271, 275, 280· χηλὸς Ὀδ. Ν. 10· ἄκοντες Ξ. 225· - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
English (LSJ)
Ep. ἐΰξεστος, η, ον, but ος, ον Od. 15.333: (ξέω):—well-planed, well-polished, of carpenters' work, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη, Il.24.271, 275, 280; χηλός Od.13.10; ἄκοντες 14.225; τράπεζαι 15.333; τὸ εὔξεστον Luc.Hist.Conscr.27.
German (Pape)
[Seite 1084] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von ἀπήνη, Il. 24, 275, ῥυμός, 271, φάτνη, 280, Od. oft, χηλός, 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
bien raclé, bien poli, p. ext. bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ξέω.
Greek (Liddell-Scott)
εὔξεστος: Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, ἀλλά, ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - καλῶς ἐξεσμένος, ὡς τὸ εὔξοος, ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη Ἰλ. Ω. 271, 275, 280· χηλὸς Ὀδ. Ν. 10· ἄκοντες Ξ. 225· - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔξεστος, -ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, -η, -ον και -ος, -ον)
1. ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά
2. ο στιλπνός («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔξεστον
η επιμελημένη επεξεργασία
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να τον ξύσει κάποιος εύκολα, ο εύξυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξεστός (< ξέω)].
Greek Monotonic
εὔξεστος: Επικ. ἐΰ-ξεστος, -η, -ον ή -ος, -ον (ξέω), καλομελετημένος, καλοσχεδιασμένος, καλογυαλισμένος, στιλπνός, λουστραρισμένος, λέγεται για τη δουλεία μαραγκού, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔξεστος: эп. ἐΰξεστος 2 и 3
1) хорошо выскобленный, выструганный (ἀπήνη, χηλός Hom.);
2) тщательно отполированный (πύλη λάεσσιν ἐϋξέστοις ἀραρυῖα Anth.).