δευσοποιός: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0552.png Seite 552]] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., [[βαφή]], dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; [[χρόα]] δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., [[δόξα]] IV, 430 a; [[πονηρία]] Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 [[ἔμμονος]], [[ἀνίατος]] erkl. wird; [[δέος]] Plut. Alex. 74. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0552.png Seite 552]] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., [[βαφή]], dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; [[χρόα]] δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., [[δόξα]] IV, 430 a; [[πονηρία]] Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 [[ἔμμονος]], [[ἀνίατος]] erkl. wird; [[δέος]] Plut. Alex. 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert à teindre, qui teint;<br /><b>2</b> teint ; indélébile, ineffaçable.<br />'''Étymologie:''' [[δεύω]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ. | |lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:30, 1 October 2022
English (LSJ)
όν, (δεύω A) A deeply dyed, fast, of colours, δ. γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf.Alex.141.9, D.Chr. 77.4; δ. σπάργανα Diph.72.2; δ. φάρμακα Luc.Im.16; δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA16.1: metaph., δόξα δ. Pl.R.430a; πονηρία Din.2.4; δέος Plu.Alex.74. Adv. -ῶς Simp.in Cat.253.28. 2 title of play by Apollod. Gel., Suid. 3 = βαφεύς, Hsch.
Spanish (DGE)
-όν
I 1tintóreo φάρμακα Trag.Adesp.441, Luc.Im.16, cf. Plu.2.488b, τέχνη Plu.2.990b.
2 teñido de telas σπάργανα Diph.73.2
•de los colores teñidos fijo, indeleble δευσοποιὸν γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf. Alex.145.9, D.Chr.77/78.4, χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA 16.1, ἡ βαφή Plu.2.779c, Gr.Nyss.Eun.3.7.24, οὐ γὰρ οὕτως δευσοποιοῦ βαφῆς μεταλαμβάνει ῥᾳδίως ὕφασμα pues no adquiere tan fácilmente una tela un color indeleble Gr.Naz.M.35.420B, cf. Origenes Comm.in Rom.4.15-17 (p.360), Gr.Nyss.Or.Catech.27.3
•fig. δόξα δ. opinión imborrable, indeleble Pl.R.430a, πονηρία Din.2.4, δέος Plu.Alex.74, δ. ἔρως amor fuertemente arraigado D.C.79.15.4, cf. Synes.Ep.43.
II subst. ὁ δ. tintorero Hsch., Moer.113, Basil.Gent.2
•como tít. de una comedia de Apolodoro Gelo, Sud.s.u. Ἀπολλόδωρος.
III adv. -ῶς indeleblemente δ. ... ἐνεγένετο τὸ πάθος Simp.in Cat.253.28.
German (Pape)
[Seite 552] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., βαφή, dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., δόξα IV, 430 a; πονηρία Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 ἔμμονος, ἀνίατος erkl. wird; δέος Plut. Alex. 74.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui sert à teindre, qui teint;
2 teint ; indélébile, ineffaçable.
Étymologie: δεύω, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
δευσοποιός: -όν, (δεύω) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, ἀνεξίτηλος, ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ δυσέκνιπτος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., δόξα δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· πονηρία Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.
Greek Monolingual
ο (Α δευσοποιός, -όν)
ο βαφέας
αρχ.
Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά
2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο»)
II. επίρρ. δευσοποιῶς
1. (για βαφή) ανεξίτηλα
2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα.
Greek Monotonic
δευσοποιός: -όν (δεύω, ποιέω), διαποτισμένος, ανεξίτηλα βαμμένος, λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δευσοποιός -ον [δεύω, ποιέω] kleur-echt:; δευσοποιοῖς... φαρμάκοις met kleurechte verf Luc. 43.16; overdr.: ἵνα δευσοποιός... ἡ δόξα γίγνοιτο opdat hun mening niet verbleekt Plat. Resp. 430a.
Russian (Dvoretsky)
δευσοποιός: δεύω I]
1) прочно окрашенный, невыцветающий, нелиняющий (τὸ βαφέν Plat.);
2) хорошо красящий, нелиняющий (φάρμακον Plut., Luc.);
3) прочный, устойчивый, долговечный (δόξα Plat.);
4) неизгладимый, несмываемый (κηλίς Plut.);
5) непреодолимый (δέος Plut.).
Middle Liddell
δεύω, ποιέω
deeply dyed, ingrained, fast, of colours, Plat., Luc.