Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γήπεδον: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0489.png Seite 489]] τό, = [[γεώπεδον]], Grundstück, Garten; ἢ [[οἰκόπεδον]] Plat. Legg. V, 741 c; vgl. Phryn. B. A. 32, der hinzusetzt τὰ ἐν ταῖς πόλεσι προκείμενα ταῖς οἰκίαις, wie Schol. Il. 4, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0489.png Seite 489]] τό, = [[γεώπεδον]], Grundstück, Garten; ἢ [[οἰκόπεδον]] Plat. Legg. V, 741 c; vgl. Phryn. B. A. 32, der hinzusetzt τὰ ἐν ταῖς πόλεσι προκείμενα ταῖς οἰκίαις, wie Schol. Il. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fonds de terre, <i>particul.</i> fonds de terre attenant à une maison, jardin.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], -πεδον, cf. [[δάπεδον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γήπεδον''': τό, =[[γεωπέδιον]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. [[τύπος]] [[γάπεδον]] [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ [[δάπεδον]] [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «[[γήπεδον]]..., [[ὅπερ]] οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους [[γαμόρος]], [[γάποτος]], κτλ.
|lstext='''γήπεδον''': τό, =[[γεωπέδιον]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. [[τύπος]] [[γάπεδον]] [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ [[δάπεδον]] [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, [[χάριν]] τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «[[γήπεδον]]..., [[ὅπερ]] οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους [[γαμόρος]], [[γάποτος]], κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fonds de terre, <i>particul.</i> fonds de terre attenant à une maison, jardin.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], -πεδον, cf. [[δάπεδον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γήπεδον Medium diacritics: γήπεδον Low diacritics: γήπεδον Capitals: ΓΗΠΕΔΟΝ
Transliteration A: gḗpedon Transliteration B: gēpedon Transliteration C: gipedon Beta Code: gh/pedon

English (LSJ)

τό, A = γεώπεδον, plot of ground, Pl.Lg.741c, Arist.Pol.1263a3. II Trag. used Dor. form γάπεδον acc. to St. Byz.: hence γ. for δάπεδον (metri gr.), A.Pr.829 (Pors.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): jón. γεώπ- Hdt.7.28; dór. γάπ- IG 4.823.58 (Trecén IV a.C.), St.Byz.s.u. Γῆ, Hsch.
fundo, predio rústico μοι ἀπὸ ἀνδραπόδων τε καὶ γεωπέδων ἀρκέων ἐστὶ βίος Hdt.l.c., τὸν πριάμενον ... ὧν ἔλαχεν οἰκοπέδων ἢ γηπέδων Pl.Lg.741c, cf. Arist.Pol.1263a3, Lyc.617, IG l.c.
terreno, solar Hsch.l.c., Phot.γ 107.

German (Pape)

[Seite 489] τό, = γεώπεδον, Grundstück, Garten; ἢ οἰκόπεδον Plat. Legg. V, 741 c; vgl. Phryn. B. A. 32, der hinzusetzt τὰ ἐν ταῖς πόλεσι προκείμενα ταῖς οἰκίαις, wie Schol. Il. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fonds de terre, particul. fonds de terre attenant à une maison, jardin.
Étymologie: γῆ, -πεδον, cf. δάπεδον.

Greek (Liddell-Scott)

γήπεδον: τό, =γεωπέδιον, τεμάχιον, μέρος γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. τύπος γάπεδον [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ δάπεδον [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «γήπεδον..., ὅπερ οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους γαμόρος, γάποτος, κτλ.

Greek Monotonic

γήπεδον: Δωρ. και Τραγ. γά-πεδον, τό, τεμάχιο, κομμάτι γης, σε Αισχύλ.· πρβλ. γεώ-πεδον.

Russian (Dvoretsky)

γήπεδον: ион. γεώπεδον или γεωπέδιον τό участок земли Her., Plat., Arst.

Middle Liddell

a plot of ground, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γήπεδον -ου, τό, Dor. γάπεδον -ου [γῆ, πέδον stuk grond.

English (Woodhouse)

plot of ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)