Ληναιών: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*lhnaiw/n | |Beta Code=*lhnaiw/n | ||
|Definition=ῶνος, ὁ, name of a month in many Greek calendars, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>504</span>, <span class="title">SIG</span>1014.94 (Erythrae), etc. | |Definition=ῶνος, ὁ, name of a month in many Greek calendars, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>504</span>, <span class="title">SIG</span>1014.94 (Erythrae), etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />le mois Lénæon (<i>postér.</i> le mois [[Γαμηλιών]]) <i>seconde moitié de janvier et première moitié de février</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Ληναῖος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ληναιών''': -ῶνος, ὁ, [[ἀρχαῖον]] Ἰων. [[ὄνομα]] τοῦ ἑβδόμου Ἀττ. μηνὸς Γαμηλιῶνος, καθ’ ὃν τὰ ἐν Ἀθήναις Λήναια ἑωρτάζοντο (ἴδε ἐν λέξ. [[Διονύσια]]), ἀντιστοιχῶν [[περίπου]] πρὸς τὸ τελευταῖον [[μέρος]] τοῦ Ἰανουαρίου καὶ τὸ πρῶτον τοῦ Φεβρουαρίου (κατὰ τὸ Γρηγοριανὸν [[ἡμερολόγιον]]), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 502, [[ἔνθα]] σημειοῦται ὡς ὁ ψυχρότατος μήν. Παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Ἕλλησιν ἦτο ὁ [[πέμπτος]] μὴν τοῦ ἔτους. | |lstext='''Ληναιών''': -ῶνος, ὁ, [[ἀρχαῖον]] Ἰων. [[ὄνομα]] τοῦ ἑβδόμου Ἀττ. μηνὸς Γαμηλιῶνος, καθ’ ὃν τὰ ἐν Ἀθήναις Λήναια ἑωρτάζοντο (ἴδε ἐν λέξ. [[Διονύσια]]), ἀντιστοιχῶν [[περίπου]] πρὸς τὸ τελευταῖον [[μέρος]] τοῦ Ἰανουαρίου καὶ τὸ πρῶτον τοῦ Φεβρουαρίου (κατὰ τὸ Γρηγοριανὸν [[ἡμερολόγιον]]), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 502, [[ἔνθα]] σημειοῦται ὡς ὁ ψυχρότατος μήν. Παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Ἕλλησιν ἦτο ὁ [[πέμπτος]] μὴν τοῦ ἔτους. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:33, 1 October 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, name of a month in many Greek calendars, Hes.Op.504, SIG1014.94 (Erythrae), etc.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
le mois Lénæon (postér. le mois Γαμηλιών) seconde moitié de janvier et première moitié de février.
Étymologie: Ληναῖος.
Greek (Liddell-Scott)
Ληναιών: -ῶνος, ὁ, ἀρχαῖον Ἰων. ὄνομα τοῦ ἑβδόμου Ἀττ. μηνὸς Γαμηλιῶνος, καθ’ ὃν τὰ ἐν Ἀθήναις Λήναια ἑωρτάζοντο (ἴδε ἐν λέξ. Διονύσια), ἀντιστοιχῶν περίπου πρὸς τὸ τελευταῖον μέρος τοῦ Ἰανουαρίου καὶ τὸ πρῶτον τοῦ Φεβρουαρίου (κατὰ τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 502, ἔνθα σημειοῦται ὡς ὁ ψυχρότατος μήν. Παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Ἕλλησιν ἦτο ὁ πέμπτος μὴν τοῦ ἔτους.
Greek Monolingual
Ληναιών, -ῶνος, ὁ (Α) Λήναι
αρχαία ιωνική ονομασία του έβδομου αττικού μήνα Γαμηλιώνος, κατά τον οποίο τελούνταν τα Λήναια και που αντιστοιχεί με το διάστημα από τα μέσα Ιανουαρίου ώς τα μέσα Φεβρουαρίου.
Greek Monotonic
Ληναιών: -ῶνος, ὁ, αρχ. Ιων. όνομα του έβδομου Αττ. μήνα Γαμηλιῶνα, κατά τη διάρκεια του οποίου γιορτάζονταν τα Λήναια (βλ. Διονύσια)· αντιστοιχούσε στις τελευταίες μέρες του Ιανουαρίου και τις πρώτες του Φεβρουαρίου, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
Ληναιών: ῶνος ὁ ленеон, «месяц виноделия» (старинное название месяца Γαμηλιών) Hes.
Middle Liddell
Ληναιών, ῶνος,
ionic name of the seventh attic month ὁ, Γαμηλιών, in which the Lenaea were held ( v. Διονύσια ) the latter part of Jan. and former of Feb., Hes.