διακαλύπτω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] enthüllen; ἁμαρτίας Dem. 11, 13; Plut. Alex. 17; διακαλυψάμενος τὸ [[ἱμάτιον]] Ael. V. H. 5, 19, zurückschlagen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] enthüllen; ἁμαρτίας Dem. 11, 13; Plut. Alex. 17; διακαλυψάμενος τὸ [[ἱμάτιον]] Ael. V. H. 5, 19, zurückschlagen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=découvrir aux regards;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ [[ἱμάτιον]] ÉL son vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακαλύπτω''': μέλλ. -ψω, φανερώνω, [[ἀποκαλύπτω]], Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ [[ἱμάτιον]], ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19. | |lstext='''διακαλύπτω''': μέλλ. -ψω, φανερώνω, [[ἀποκαλύπτω]], Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ [[ἱμάτιον]], ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:35, 1 October 2022
English (LSJ)
—Pass., fut. -καλυφθήσομαι D.11.13:—reveal, βουλεύματα D.H.5.54, cf. J.BJ6.3.4, Plu.2.764b:—Med., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον throw aside one's cloak, Ael.VH5.19:—Pass., D. l.c.
Spanish (DGE)
1 descubrir, dejar a la vista, revelar βουλεύματα D.H.5.54, τὰ λείψανα τοῦ τέκνου I.BI 6.209, τὰ σύμβολα Ph.2.484, cf. Plu.2.764a, Alex.17, Lib.Ep.410.3, en v. pas. διακαλυφθήσεται ταῦτα πάντα D.11.13, τὰ τοιαῦτα στρατηγήματα Ph.2.344, cf. I.BI 4.268, 1.606.
2 en v. med. desnudarse, quitarse τὸ ἱμάτιον Ael.VH 5.19.
German (Pape)
[Seite 580] enthüllen; ἁμαρτίας Dem. 11, 13; Plut. Alex. 17; διακαλυψάμενος τὸ ἱμάτιον Ael. V. H. 5, 19, zurückschlagen.
French (Bailly abrégé)
découvrir aux regards;
Moy. διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ ἱμάτιον ÉL son vêtement.
Étymologie: διά, καλύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
διακαλύπτω: μέλλ. -ψω, φανερώνω, ἀποκαλύπτω, Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον, ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.
Greek Monolingual
διακαλύπτω (Α)
1. αποκαλύπτω, φανερώνω
2. διακαλύπτομαι
αποβάλλω τα ενδύματά μου.
Greek Monotonic
διακαλύπτω: μέλ. -ψω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διακᾰλύπτω: открывать, обнаруживать (τι ὑπό τι Plut.; τότε διακαλυφθήσεται ταῦτα πάντα Dem.).