εὐβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1058.png Seite 1058]] leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1058.png Seite 1058]] leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à porter;<br /><b>2</b> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βαστάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐβάστακτος''': -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, [[μηχανή]] Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. [[καλῶς]] ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.
|lstext='''εὐβάστακτος''': -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, [[μηχανή]] Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. [[καλῶς]] ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à porter;<br /><b>2</b> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βαστάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐβάστακτος Medium diacritics: εὐβάστακτος Low diacritics: ευβάστακτος Capitals: ΕΥΒΑΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eubástaktos Transliteration B: eubastaktos Transliteration C: evvastaktos Beta Code: eu)ba/staktos

English (LSJ)

ον, A easy to carry or move, μηχανή Hdt.2.125, cf. Arist.Rh.1373a32, Pol.1257a34; ἐλαφροὶ καὶ εὐ. Corn.ND30; τοῖς ὠταρίοις by the ears (handles), Demoph.Sim.3. II well-supported, Hp.Fract.30 (dub. sens.).

German (Pape)

[Seite 1058] leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à porter;
2 facile à supporter.
Étymologie: εὖ, βαστάζω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐβάστακτος: -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, μηχανή Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. καλῶς ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.

Greek Monolingual

εὐβάστακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει
αρχ.
(για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α-βάστακτος].

Greek Monotonic

εὐβάστακτος: -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, ελαφρύς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐβάστακτος:
1) удобопереносимый, переносный (μηχανή Her.; πλείοσι Plut.);
2) перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).

Middle Liddell

εὐ-βάστακτος, ον
easy to carry or move, Hdt.