θυμοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] herznagend; [[ἔρις]] Il. 19, 58 u. öfter; τὴν θυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου [[κέντρον]] Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] herznagend; [[ἔρις]] Il. 19, 58 u. öfter; τὴν θυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου [[κέντρον]] Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ronge (<i>propr.</i> qui dévore) le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμοβόρος''': -ον, ([[βιβρώσκω]], βορὰ) καταβιβρώσκων τὴν καρδίαν, θυμοβόρῳ ἔριδι Ἰλ. Τ. 58, κ. ἀλλ.: - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 103 χωρίου, τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης, ἴδε ἐν λ. [[θυμοφθόρος]].
|lstext='''θῡμοβόρος''': -ον, ([[βιβρώσκω]], βορὰ) καταβιβρώσκων τὴν καρδίαν, θυμοβόρῳ ἔριδι Ἰλ. Τ. 58, κ. ἀλλ.: - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 103 χωρίου, τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης, ἴδε ἐν λ. [[θυμοφθόρος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ronge (<i>propr.</i> qui dévore) le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοβόρος Medium diacritics: θυμοβόρος Low diacritics: θυμοβόρος Capitals: ΘΥΜΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: thymobóros Transliteration B: thymoboros Transliteration C: thymovoros Beta Code: qumobo/ros

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω, βορά) eating the heart, θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58, al.; λύα Alc.Supp.23.10; Κῆρες A.R.4.1666; τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης cj. for θυμοφθόρον in A.Ag.103 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1223] herznagend; ἔρις Il. 19, 58 u. öfter; τὴν θυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου κέντρον Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge (propr. qui dévore) le cœur.
Étymologie: θυμός, βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοβόρος: -ον, (βιβρώσκω, βορὰ) καταβιβρώσκων τὴν καρδίαν, θυμοβόρῳ ἔριδι Ἰλ. Τ. 58, κ. ἀλλ.: - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 103 χωρίου, τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης, ἴδε ἐν λ. θυμοφθόρος.

English (Autenrieth)

(βιβρώσκω): heartgnawing, ἔρις. (Il.)

Greek Monolingual

-ο (Α θυμοβόρος, -ον)
αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην.
β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος, σαρκοβόρος).

Greek Monotonic

θῡμοβόρος: -ον, (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει την καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοβόρος: терзающий душу, гложущий, гнетущий (ἔρις Hom.; λύπη Aesch.; ζήλου κέντρον Anth.).

Middle Liddell

θῡμο-βόρος, ον βιβρώσκω
eating the heart, Il.