διοχλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[estorbar]], [[causar molestias]] c. ac. en sent. local (ὁ [[Ἀνδοκίδης]]) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.<i>Paup</i>.106.8<br /><b class="num">•</b>gener. [[molestar]], [[turbar]], [[importunar]] τὴν ἀκρόασιν D.H.<i>Comp</i>.9.7, cf. Basil.<i>Ep</i>.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.<i>Cim</i>.11<br /><b class="num">•</b>tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.<i>Fr</i>.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.<i>Cim</i>.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.<i>AI</i> 9.34, <i>A.Andr.Gr</i>.42.16, <i>PUniv.Giss</i>.20.24 (II d.C.), Lib.<i>Or</i>.59.89, Them.<i>Or</i>.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.<i>Ep</i>.249.14, Euagr.Pont.<i>Cap.Pract</i>.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.<i>Comp</i>.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.<i>Am</i>.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.<i>Ep</i>.103.3, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1121.22 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ [[αὐλή]]) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3<br /><b class="num">•</b>rel. c. la palabra [[aburrir]], [[fatigar]] c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis</i> D.19.329, οὐδὲν [[δεῖ]] λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.<i>Or</i>.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.<i>Or</i>.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.<i>Or</i>.11.124<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. [[perturbar]] ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων <i>PFam.Teb</i>.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν [[εἴτε]] μερῶν [[εἴτε]] δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.<i>in de An</i>.37.28, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.86.<br /><b class="num">2</b> medic. [[molestar]], [[causar dolor]], [[atormentar]] c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.<i>Demetr</i>.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.<i>Hom</i>.5.7.6, cf. <i>A.Io</i>.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.<br /><b class="num">3</b> [[reclamar]] un pago, [[instar]] c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente</i>, <i>POxy</i>.286.13 (I d.C.)<br /><b class="num">•</b>gener. [[reclamar]], [[exigir]] c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[estorbar]], [[causar molestias]] c. ac. en sent. local (ὁ [[Ἀνδοκίδης]]) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.<i>Paup</i>.106.8<br /><b class="num">•</b>gener. [[molestar]], [[turbar]], [[importunar]] τὴν ἀκρόασιν D.H.<i>Comp</i>.9.7, cf. Basil.<i>Ep</i>.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.<i>Cim</i>.11<br /><b class="num">•</b>tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.<i>Fr</i>.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.<i>Cim</i>.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.<i>AI</i> 9.34, <i>A.Andr.Gr</i>.42.16, <i>PUniv.Giss</i>.20.24 (II d.C.), Lib.<i>Or</i>.59.89, Them.<i>Or</i>.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.<i>Ep</i>.249.14, Euagr.Pont.<i>Cap.Pract</i>.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.<i>Comp</i>.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.<i>Am</i>.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.<i>Ep</i>.103.3, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1121.22 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ [[αὐλή]]) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3<br /><b class="num">•</b>rel. c. la palabra [[aburrir]], [[fatigar]] c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis</i> D.19.329, οὐδὲν [[δεῖ]] λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.<i>Or</i>.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.<i>Or</i>.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.<i>Or</i>.11.124<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. [[perturbar]] ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων <i>PFam.Teb</i>.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν [[εἴτε]] μερῶν [[εἴτε]] δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.<i>in de An</i>.37.28, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.86.<br /><b class="num">2</b> medic. [[molestar]], [[causar dolor]], [[atormentar]] c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.<i>Demetr</i>.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.<i>Hom</i>.5.7.6, cf. <i>A.Io</i>.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.<br /><b class="num">3</b> [[reclamar]] un pago, [[instar]] c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente</i>, <i>POxy</i>.286.13 (I d.C.)<br /><b class="num">•</b>gener. [[reclamar]], [[exigir]] c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />troubler, causer du trouble à, τινα <i>ou</i> τινι.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀχλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διοχλέω''': ταράττω, ἐνοχλῶ τινα εἰς ὑπερβολήν, τινα Λυσ. 103. 38, Δημ. 446. 24· μεταγεν., τινὶ Πλούτ. Κιμ. 18· - Παθ., Λουκ. Ἐρωτ. 50.
|lstext='''διοχλέω''': ταράττω, ἐνοχλῶ τινα εἰς ὑπερβολήν, τινα Λυσ. 103. 38, Δημ. 446. 24· μεταγεν., τινὶ Πλούτ. Κιμ. 18· - Παθ., Λουκ. Ἐρωτ. 50.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />troubler, causer du trouble à, τινα <i>ou</i> τινι.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀχλέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοχλέω Medium diacritics: διοχλέω Low diacritics: διοχλέω Capitals: ΔΙΟΧΛΕΩ
Transliteration A: diochléō Transliteration B: diochleō Transliteration C: diochleo Beta Code: dioxle/w

English (LSJ)

annoy exceedingly, πόλεις Lys.6.6; weary, bore, D.19.329: pf. διώχληκα Jul.Or.2.78b; press for payment, POxy.286.13 (i A. D.); later, τινί Aeschin.Ep.2.2, Plu.Cim.18, Longus 3.20: abs., Ph.1.356:—Pass., Luc.Am.50, IG3.48 (iii A. D.); ὑπὸ ῥυθμῶν D.H. Comp.11.

Spanish (DGE)

1 estorbar, causar molestias c. ac. en sent. local (ὁ Ἀνδοκίδης) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.Paup.106.8
gener. molestar, turbar, importunar τὴν ἀκρόασιν D.H.Comp.9.7, cf. Basil.Ep.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.Cim.11
tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.Fr.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.Cim.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.AI 9.34, A.Andr.Gr.42.16, PUniv.Giss.20.24 (II d.C.), Lib.Or.59.89, Them.Or.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.Ep.249.14, Euagr.Pont.Cap.Pract.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.Comp.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.Am.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.Ep.103.3, cf. IG 22.1121.22 (IV d.C.)
c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ αὐλή) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3
rel. c. la palabra aburrir, fatigar c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis D.19.329, οὐδὲν δεῖ λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.Or.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.Or.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.Or.11.124
fig. de abstr. perturbar ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.Or.Catech.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων PFam.Teb.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν εἴτε μερῶν εἴτε δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.in de An.37.28, cf. Gr.Nyss.Eun.2.86.
2 medic. molestar, causar dolor, atormentar c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.Demetr.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.Hom.5.7.6, cf. A.Io.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443
fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.
3 reclamar un pago, instar c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente, POxy.286.13 (I d.C.)
gener. reclamar, exigir c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
troubler, causer du trouble à, τινα ou τινι.
Étymologie: διά, ὀχλέω.

Greek (Liddell-Scott)

διοχλέω: ταράττω, ἐνοχλῶ τινα εἰς ὑπερβολήν, τινα Λυσ. 103. 38, Δημ. 446. 24· μεταγεν., τινὶ Πλούτ. Κιμ. 18· - Παθ., Λουκ. Ἐρωτ. 50.

Greek Monotonic

διοχλέω: μέλ. -ήσω, προβληματίζω ή ενοχλώ υπερβολικά, ταράζω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διοχλέω: докучать, тревожить, беспокоить (τινα Lys., Dem. и τινι Plut.): διοχλεῖσθαι περί τινος Luc. ломать себе голову над чем-л.

Middle Liddell

fut. ήσω
to trouble or annoy exceedingly, Dem.