αἱματόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον<br />[[que fluye sangre]], [[sangriento]] αἱ. ῥανίδες E.<i>IA</i> 1515.
|dgtxt=(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον<br />[[que fluye sangre]], [[sangriento]] αἱ. ῥανίδες E.<i>IA</i> 1515.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ruisselant de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰτόρρῠτος''': -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων [[αἷμα]]· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.
|lstext='''αἱμᾰτόρρῠτος''': -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων [[αἷμα]]· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ruisselant de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτόρρῠτος Medium diacritics: αἱματόρρυτος Low diacritics: αιματόρρυτος Capitals: ΑΙΜΑΤΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: haimatórrytos Transliteration B: haimatorrytos Transliteration C: aimatorrytos Beta Code: ai(mato/rrutos

English (LSJ)

ον, blood- streaming, αἱ. ῥανίδες a shower of blood, E.IA1515 (lyr.).

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον
que fluye sangre, sangriento αἱ. ῥανίδες E.IA 1515.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruisselant de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων αἷμα· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόρρῠτος: струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.).

Middle Liddell

[ῥέω]
blood-streaming, αἱμ. ῥανίδες a shower of blood, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματόρρυτος -ον αἷμα, ῥέω in een bloedstroom vloeiend:. ῥανίσιν αἱματορρύτοις met stromen van bloeddruppels Eur. IA 1515.