εἶναι: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (WoodhouseVerbsReversed replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>inf. de</i> [[εἰμί]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἶναι''': ἀπαρ. τοῦ [[εἰμὶ]] ([[ὑπάρχω]]). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι ([[ἔνθα]] κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ [[πρόσειμι]], [[πλησιάζω]]) πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον. | |lstext='''εἶναι''': ἀπαρ. τοῦ [[εἰμὶ]] ([[ὑπάρχω]]). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι ([[ἔνθα]] κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ [[πρόσειμι]], [[πλησιάζω]]) πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 19:15, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
inf. de εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
εἶναι: ἀπαρ. τοῦ εἰμὶ (ὑπάρχω). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι (ἔνθα κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ πρόσειμι, πλησιάζω) πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον.
English (Strong)
present infinitive from εἰμί; to exist: am, was. come, is, X lust after, X please well, there is, to be, was.
Greek Monotonic
εἶναι:I. απαρ. του εἰμί (sum).
II. στον Ησίοδ., αντί ἰέναι, απαρ. του εἶμι (ibo, προχωρώ).
Russian (Dvoretsky)
εἶναι: inf. к εἰμί.
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also εἰμί): be, belong to, constitute, exist, be at the beck of