αἰσχρουργία: Difference between revisions
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[conducta obscena]] μαινάδων E.<i>Ba</i>.1062, cf. Aeschin.2.99.<br /><b class="num">2</b> [[acción obscena]], [[obscenidad]] ἅπτομαι αἰσχρουργίας Plu.2.1044b, cf. Luc.<i>Pseudol</i>.27, D.Chr.4.102. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[conducta obscena]] μαινάδων E.<i>Ba</i>.1062, cf. Aeschin.2.99.<br /><b class="num">2</b> [[acción obscena]], [[obscenidad]] ἅπτομαι αἰσχρουργίας Plu.2.1044b, cf. Luc.<i>Pseudol</i>.27, D.Chr.4.102. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action honteuse.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσχρουργία''': ἡ, συνηρ. [[ἀντί]] τοῦ αἰσχροεργία, [[ἀναίσχυντος]] [[διαγωγή]], Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. [[ἀκολασία]], τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13. | |lstext='''αἰσχρουργία''': ἡ, συνηρ. [[ἀντί]] τοῦ αἰσχροεργία, [[ἀναίσχυντος]] [[διαγωγή]], Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. [[ἀκολασία]], τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A shameless conduct, E.Ba.1062: pl., D.Chr.4.102. II obscenity, Aeschin.2.99, cf. Plu.2.1044b.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 conducta obscena μαινάδων E.Ba.1062, cf. Aeschin.2.99.
2 acción obscena, obscenidad ἅπτομαι αἰσχρουργίας Plu.2.1044b, cf. Luc.Pseudol.27, D.Chr.4.102.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action honteuse.
Étymologie: αἰσχρός, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρουργία: ἡ, συνηρ. ἀντί τοῦ αἰσχροεργία, ἀναίσχυντος διαγωγή, Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. ἀκολασία, τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.
Greek Monolingual
η (Α αἰσχρουργία) αἰσχρουργός
1. αναίσχυντη διαγωγή
2. αισχρή πράξη, ακολασία.
Greek Monotonic
αἰσχρουργία: ἡ (*ἔργω), ξεδιάντροπη συμπεριφορά, αναίσχυντη διαγωγή, σε Ευρ.