δειπνολόχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0540.png Seite 540]] den Gastmählern auflauernd, schmarotzend, Hes. O. 702; VLL.; Göttling δειπνολόχη.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0540.png Seite 540]] den Gastmählern auflauernd, schmarotzend, Hes. O. 702; VLL.; Göttling δειπνολόχη.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />qui guette un souper, parasite.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖπνον]], [[λόχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειπνολόχος''': -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, [[παράσιτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. [[βωμολόχος]].
|lstext='''δειπνολόχος''': -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, [[παράσιτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. [[βωμολόχος]].
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />qui guette un souper, parasite.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖπνον]], [[λόχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνολόχος Medium diacritics: δειπνολόχος Low diacritics: δειπνολόχος Capitals: ΔΕΙΠΝΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: deipnolóchos Transliteration B: deipnolochos Transliteration C: deipnolochos Beta Code: deipnolo/xos

English (LSJ)

η, ον, laying traps, fishing for invitations to dinner, parasitic, Hes.Op.704.

Spanish (DGE)

-η, -ον
que acecha la comida, parásito Hes.Op.704, Orac.Sib.2.258, Zonar., Sud.

German (Pape)

[Seite 540] den Gastmählern auflauernd, schmarotzend, Hes. O. 702; VLL.; Göttling δειπνολόχη.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui guette un souper, parasite.
Étymologie: δεῖπνον, λόχος.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνολόχος: -η, -ον, ὁ παραμονεύων τὰ δεῖπνα, ἐπιδιώκων προσκλήσεις εἰς δεῖπνα, παράσιτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702· πρβλ. βωμολόχος.

Greek Monolingual

δειπνολόχος, -η, -ον) (Α) ο δειπνοθήρας, ο παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -λοχος < λόχος (πρβλ. νυκτιλόχος, φρυνολόχος)].

Greek Monotonic

δειπνολόχος: -η, -ον, αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται στο δείπνο, παρασιτικός, χαραμοφάης, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δειπνολόχος: жадный до (вкусных) обедов, падкий на лакомства (γυνή Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειπνολόχος -η -ον [δεῖπνον, λόχος] loerend op maaltijden.

Middle Liddell


fishing for invitations to dinner, parasitic, Hes.