διαμικρολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] dep. med., sehr kleinlich sein, [[περί]] τινος [[πρός]] τινα, Plut. Sol. 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] dep. med., sehr kleinlich sein, [[περί]] τινος [[πρός]] τινα, Plut. Sol. 30.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf. 3ᵉ sg.</i> διεμικρολογεῖτο;<br />opposer de petites raisons, chicaner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μικρολογέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμῑκρολογέομαι''': μικρολόγως φέρομαι, [[πρός]] τινα Πλούτ. Σόλ. 30.
|lstext='''διαμῑκρολογέομαι''': μικρολόγως φέρομαι, [[πρός]] τινα Πλούτ. Σόλ. 30.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf. 3ᵉ sg.</i> διεμικρολογεῖτο;<br />opposer de petites raisons, chicaner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μικρολογέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμῑκρολογέομαι Medium diacritics: διαμικρολογέομαι Low diacritics: διαμικρολογέομαι Capitals: ΔΙΑΜΙΚΡΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diamikrologéomai Transliteration B: diamikrologeomai Transliteration C: diamikrologeomai Beta Code: diamikrologe/omai

English (LSJ)

deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.

Spanish (DGE)

conducirse con resentimiento πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.Sol.30.

German (Pape)

[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.

Greek Monotonic

διαμῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με μικρότητα, αντιμετωπίζω με μικροπρέπεια, πρός τινα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαμικρολογέομαι: спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μικρολογέομαι kleinzielig doen.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to deal meanly, πρός τινα Plut.