δύσθετος: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0681.png Seite 681]] 1) in schlechter Lage, in übler Stimmung, Hesych.; τὸ δύσθετον, üble Lage, Ios. – 2) Bei Hipp. = schwer einzurichten, wie [[δυσέμβολος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0681.png Seite 681]] 1) in schlechter Lage, in übler Stimmung, Hesych.; τὸ δύσθετον, üble Lage, Ios. – 2) Bei Hipp. = schwer einzurichten, wie [[δυσέμβολος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à placer, à remettre;<br /><b>2</b> mal disposé.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τίθημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ [[κατάστασις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. [[δυσέμβλητος]], δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776. | |lstext='''δύσθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ [[κατάστασις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. [[δυσέμβλητος]], δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (τίθημι) A in bad case, κακόν Ph.1.97; τὸ δ. bad condition, J.AJ15.9.6. II hard to set right, Hp.Fract.38 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de colocar o enderezar de dislocaciones, Hp.Fract.38
•fig. difícil de situar κακόν Ph.1.97.
2 difícil πρυτανεύσαντα ἐν δυσθέτῳ καιρῷ siendo prítanis en un período de dificultades, SEG 28.1217 (Balbura II/III d.C.)
•neutr. subst. τὸ δ. la mala situación τῆς χώρας I.AI 15.334.
II que no está bien situado, descolocado Hsch.s.u. ἀστρηνές.
German (Pape)
[Seite 681] 1) in schlechter Lage, in übler Stimmung, Hesych.; τὸ δύσθετον, üble Lage, Ios. – 2) Bei Hipp. = schwer einzurichten, wie δυσέμβολος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à placer, à remettre;
2 mal disposé.
Étymologie: δυσ-, τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθετος: -ον, (τίθημι) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ κατάστασις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. δυσέμβλητος, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.
Greek Monotonic
δύσθετος: -ον (τίθημι), αυτός που βρίσκεται σε κακή, άσχημη κατάσταση, θέση.