εὐκοινώνητος: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se prête à des relations, qui communique volontiers;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> accommodant, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κοινωνέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκοινώνητος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26. | |lstext='''εὐκοινώνητος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, easy to deal with, εἰς χρήματα Arist.EN1121a4, cf. Them.Or.22.269c.
German (Pape)
[Seite 1075] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se prête à des relations, qui communique volontiers;
2 p. ext. accommodant, sociable.
Étymologie: εὖ, κοινωνέω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκοινώνητος: -ον, εὔκολος εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐκοινώνητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός
αρχ.
αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή» (< κοινωνώ)].
Greek Monotonic
εὐκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), αυτός με τον οποίο εύκολα κάποιος συναλλάσεται, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκοινώνητος: с которым хорошо иметь дело, охотно оказывающий поддержку: εὐ. ἐστὶν ὁ ἐλευθέριος εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ.