θεμιστός: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1194.png Seite 1194]] eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ θεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς [[σέβας]] παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς Ch. 635. Vgl. [[θεμιτός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1194.png Seite 1194]] eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ θεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς [[σέβας]] παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς Ch. 635. Vgl. [[θεμιτός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[θεμιτός]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[θεμίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμιστός''': -ή, -όν, = [[θεμιτός]], Ἀρχίλ. 79 (κατὰ Bgk.), Αἰσχύλ. Θήβ. 694. - Ἐπίρρ. -τῶς, ὁ αὐτ. Χο. 645. ΙΙ. [[μαντικός]], ὕμνοι Πίνδ. Ἀποσπ. 204· πρβλ. [[θέμις]] ΙΙ. 1. | |lstext='''θεμιστός''': -ή, -όν, = [[θεμιτός]], Ἀρχίλ. 79 (κατὰ Bgk.), Αἰσχύλ. Θήβ. 694. - Ἐπίρρ. -τῶς, ὁ αὐτ. Χο. 645. ΙΙ. [[μαντικός]], ὕμνοι Πίνδ. Ἀποσπ. 204· πρβλ. [[θέμις]] ΙΙ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 20:04, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν,= θεμιτός, A.Th.694 (lyr.). Adv.-τῶς cj. in Id.Ch. 645(lyr.). II oracular, ὕμνοι Pi.Fr.192; cf. θέμις 111.1.
German (Pape)
[Seite 1194] eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ θεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς σέβας παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς Ch. 635. Vgl. θεμιτός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. θεμιτός.
Étymologie: adj. verb. de θεμίζω.
Greek (Liddell-Scott)
θεμιστός: -ή, -όν, = θεμιτός, Ἀρχίλ. 79 (κατὰ Bgk.), Αἰσχύλ. Θήβ. 694. - Ἐπίρρ. -τῶς, ὁ αὐτ. Χο. 645. ΙΙ. μαντικός, ὕμνοι Πίνδ. Ἀποσπ. 204· πρβλ. θέμις ΙΙ. 1.
English (Slater)
θεμιστός oracular n. pl. pro subs. Δελφοὶ θεμιστῶν μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων post θεμίστων del. Heyne: θεμίτων coni. Turyn) fr. 192.
Greek Monolingual
θεμιστός, -ή, -όν (Α) θέμις (Ι)]
1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.)
2. χρησμοδοτικός, μαντικός.
επίρρ...
θεμιστῶς (Α)
νόμιμα, δίκαια.
Greek Monotonic
θεμιστός: -ή, -όν, = θεμιτός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τῶς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θεμιστός: Pind., Aesch. = θεμιτός.