κέρχνη: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1426.png Seite 1426]] ἡ, der Thurmfalke, tinnunculus, wegen seiner heisern Stimme so genannt, vgl. Schol. Ar. Av. 588. Andere Erkl. giebt noch Phot. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1426.png Seite 1426]] ἡ, der Thurmfalke, tinnunculus, wegen seiner heisern Stimme so genannt, vgl. Schol. Ar. Av. 588. Andere Erkl. giebt noch Phot. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />crécerelle, <i>oiseau de proie à voix rauque</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρχνος]]¹. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέρχνη''': ἡ [[εἶδος]] ἱέρακος, λαβοῦσα τὸ [[ὄνομα]] ἐκ τῆς βραγχνῆς αὑτῆς, [[ἴσως]] τὸ Falco tinnunculus, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] κερχνηΐς, συνῃρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, 489 (ἴδε Δινδ.)· φέρεται δὲ καὶ [[κεγχρηΐς]], ΐδος, ἡ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 31., Αἰλ. π. Ζ. 2. 43· [[κεγχρίς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 8. 3, 17, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 12. (Ἀξία σημειώσεως εἶνε ἡ [[ἀναλογία]] μεταξὺ τῶν κέγχρος, κεγχρηῒς καὶ τῶν λατ. mil-ium, mil-uus). | |lstext='''κέρχνη''': ἡ [[εἶδος]] ἱέρακος, λαβοῦσα τὸ [[ὄνομα]] ἐκ τῆς βραγχνῆς αὑτῆς, [[ἴσως]] τὸ Falco tinnunculus, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] κερχνηΐς, συνῃρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, 489 (ἴδε Δινδ.)· φέρεται δὲ καὶ [[κεγχρηΐς]], ΐδος, ἡ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 31., Αἰλ. π. Ζ. 2. 43· [[κεγχρίς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 8. 3, 17, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 12. (Ἀξία σημειώσεως εἶνε ἡ [[ἀναλογία]] μεταξὺ τῶν κέγχρος, κεγχρηῒς καὶ τῶν λατ. mil-ium, mil-uus). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, kind of hawk, prob. kestrel, Falco tinnunculus, Hsch.:— also κερχνηίς, contr. κερχνής, -ῇδος, ἡ, Ar.Av.304, 589; κεγχρηΐς, -ΐδος, ἡ, Arist.HA509a6, Ael.NA2.43; κεγχρίς, Arist.HA558b28, 594a2, GA750a7.
German (Pape)
[Seite 1426] ἡ, der Thurmfalke, tinnunculus, wegen seiner heisern Stimme so genannt, vgl. Schol. Ar. Av. 588. Andere Erkl. giebt noch Phot.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
crécerelle, oiseau de proie à voix rauque.
Étymologie: κέρχνος¹.
Greek (Liddell-Scott)
κέρχνη: ἡ εἶδος ἱέρακος, λαβοῦσα τὸ ὄνομα ἐκ τῆς βραγχνῆς αὑτῆς, ἴσως τὸ Falco tinnunculus, Ἡσύχ.· ὡσαύτως κερχνηΐς, συνῃρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, 489 (ἴδε Δινδ.)· φέρεται δὲ καὶ κεγχρηΐς, ΐδος, ἡ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 31., Αἰλ. π. Ζ. 2. 43· κεγχρίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 8. 3, 17, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 12. (Ἀξία σημειώσεως εἶνε ἡ ἀναλογία μεταξὺ τῶν κέγχρος, κεγχρηῒς καὶ τῶν λατ. mil-ium, mil-uus).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κέρχνη: ἡ, είδος γερακιού, βραχοκιρκινέζο· επίσης κερχνηΐς, συνηρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ, σε Αριστοφ.