μυδαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] [[feucht]], benetzt; κατὰ δ' [[ὑψόθεν]] ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; [[δόναξ]] ἰξῷ [[μυδαλέος]], Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, [[ὀδμή]], Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] [[feucht]], benetzt; κατὰ δ' [[ὑψόθεν]] ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; [[δόναξ]] ἰξῷ [[μυδαλέος]], Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, [[ὀδμή]], Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />humide de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μύδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠδᾰλέος''': -α, -ον, [[ὑγρός]], [[κάθυγρος]], στάζων, [[διάβροχος]], αἵματι Ἰλ. Λ. 54· δάκρυσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270, Σοφ. Ἠλ. 166· ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558. ΙΙ. [[ὑγρός]], εὐρωτιῶν, ὀδμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191. [ῠ, [[ἀλλά]] ῡ [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].
|lstext='''μῠδᾰλέος''': -α, -ον, [[ὑγρός]], [[κάθυγρος]], στάζων, [[διάβροχος]], αἵματι Ἰλ. Λ. 54· δάκρυσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270, Σοφ. Ἠλ. 166· ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558. ΙΙ. [[ὑγρός]], εὐρωτιῶν, ὀδμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191. [ῠ, [[ἀλλά]] ῡ [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />humide de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μύδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυδᾰλέος Medium diacritics: μυδαλέος Low diacritics: μυδαλέος Capitals: ΜΥΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: mydaléos Transliteration B: mydaleos Transliteration C: mydaleos Beta Code: mudale/os

English (LSJ)

α, ον, A wet, dripping, αἵματι Il.11.54; δάκρυσι Hes.Sc. 270, S.El.166 (lyr.): abs., Hes.Op.556, Antim.90, Hymn.Is.27. II mouldy, ὀδμή A.R.2.191. [ῠ, but ῡ metri gr. in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 213] feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόθεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; δόναξ ἰξῷ μυδαλέος, Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, ὀδμή, Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
humide de, τινι.
Étymologie: μύδος.

Greek (Liddell-Scott)

μῠδᾰλέος: -α, -ον, ὑγρός, κάθυγρος, στάζων, διάβροχος, αἵματι Ἰλ. Λ. 54· δάκρυσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270, Σοφ. Ἠλ. 166· ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558. ΙΙ. ὑγρός, εὐρωτιῶν, ὀδμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191. [ῠ, ἀλλάχάριν τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

Greek Monolingual

μυδαλέος, -α και ιων. τ. -η, -ον (Α)
1. υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος
2. κατεστραμμένος από την υγρασία, σαπισμένος, μουχλιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυδώ].

Greek Monotonic

μυδᾰλέος: [ῠ] ], -α, -ον, υγρός, αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μῡδᾰλέος: влажный, мокрый, облитый (αἵματι Hom.; δάκρυσι Hes.; ἰξῷ Anth.).

Middle Liddell

μυδᾰλέος, η, ον
wet, dripping, Il., Hes., Soph.