κενεαυχής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. [[κεναυχής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. [[κεναυχής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>ion. c.</i> [[κεναυχής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κενεαυχής''': -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, [[κενόδοξος]], [[μάταιος]], κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, [[κεναυχής]], ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.
|lstext='''κενεαυχής''': -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, [[κενόδοξος]], [[μάταιος]], κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, [[κεναυχής]], ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>ion. c.</i> [[κεναυχής]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεαυχής Medium diacritics: κενεαυχής Low diacritics: κενεαυχής Capitals: ΚΕΝΕΑΥΧΗΣ
Transliteration A: keneauchḗs Transliteration B: keneauchēs Transliteration C: keneafchis Beta Code: keneauxh/s

English (LSJ)

ές, (αὔχη) vainglorious, κενεαυχέες ἠγοράασθε Il.8.230; κενεαυχέα πλοῦτον AP7.117 (Zenod.), cf. POxy.1015.19 (v.l.):— later κεναυχής, κεναυχές, Plu.2.103e; τὸ κεναυχὲς κάλλος AP12.145.

German (Pape)

[Seite 1416] ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. κεναυχής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ion. c. κεναυχής.

Greek (Liddell-Scott)

κενεαυχής: -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, κενόδοξος, μάταιος, κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, κεναυχής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.

English (Autenrieth)

ές (αὐχέω): emptily or idly boasting, Il. 8.230†.

Greek Monolingual

κενεαυχής και κεναυχής, -ές (Α)
αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο)- (πρβλ. κενο-) + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλαυχής, πολυαυχής].

Greek Monotonic

κενεαυχής: -ές (αὐχή), κενόδοξος, μάταιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κενεαυχής: Hom., Diog. L. = κεναυχής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεαυχής -ές [κενός, αὔχη] later κεναυχής verwaand, bluffend.

Middle Liddell

κενε-αυχής, ές αὐχή
vain-glorious, Il.