καταθαρσύνω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kataqarsu/nw
|Beta Code=kataqarsu/nw
|Definition=[[embolden]], [[encourage against]], τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu. ''Luc.'' 29 ; — Pass., in form [[καταθρασύνομαι]], = [[καταθαρσέω]] ([[be confident]], [[looking forward confidently to]], [[make bold to]], [[behave boldly against]], [[be confirmed]]), Ph. 1.41, Luc. ''DMort.'' 21.2, DL. 2.127 ; c. gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως καταθαρσυνομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them. ''Or.'' 34 p. 464D.
|Definition=[[embolden]], [[encourage against]], τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu. ''Luc.'' 29 ; — Pass., in form [[καταθρασύνομαι]], = [[καταθαρσέω]] ([[be confident]], [[looking forward confidently to]], [[make bold to]], [[behave boldly against]], [[be confirmed]]), Ph. 1.41, Luc. ''DMort.'' 21.2, DL. 2.127 ; c. gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως καταθαρσυνομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them. ''Or.'' 34 p. 464D.
}}
{{bailly
|btext=encourager contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θαρσύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταθαρσύνω''': παραθαρρύνω τινὰ [[πρός]] τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.
|lstext='''καταθαρσύνω''': παραθαρρύνω τινὰ [[πρός]] τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.
}}
{{bailly
|btext=encourager contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θαρσύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:42, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθαρσύνω Medium diacritics: καταθαρσύνω Low diacritics: καταθαρσύνω Capitals: ΚΑΤΑΘΑΡΣΥΝΩ
Transliteration A: katatharsýnō Transliteration B: katatharsynō Transliteration C: katatharsyno Beta Code: kataqarsu/nw

English (LSJ)

embolden, encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu. Luc. 29 ; — Pass., in form καταθρασύνομαι, = καταθαρσέω (be confident, looking forward confidently to, make bold to, behave boldly against, be confirmed), Ph. 1.41, Luc. DMort. 21.2, DL. 2.127 ; c. gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως καταθαρσυνομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them. Or. 34 p. 464D.

French (Bailly abrégé)

encourager contre;
Moy. καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.
Étymologie: κατά, θαρσύνω.

Greek (Liddell-Scott)

καταθαρσύνω: παραθαρρύνω τινὰ πρός τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.

Greek Monolingual

καταθαρσύνω (AM, Μ και καταθαρρύνω)
1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω
2. παθ. καταθαρσύνομαι
εμπιστεύομαι, δίνω πίστη σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)].

Greek Monotonic

καταθαρσύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, ενθαρρύνω ή παροτρύνω, εξωθώ κάποιον σε κάτι, τινὰπρὸς τὸ μέλλον, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο καταθρασύνομαι, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θαρσύνω of κατα-θρασύνω act. bemoedigen:. τινὰ πρὸς τὸ μέλλον iem. moed inspreken voor de toekomst Plut. Luc. 29.2.2. med. vol vertrouwen zijn.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to embolden or encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in form καταθρασύνομαι, Luc.