λαχνήεις: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = [[λαχναῖος]], haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, [[δέρμα]] 9, 548, wie sp. D., [[κάρη]] Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – [[ὄροφος]], von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = [[λαχναῖος]], haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, [[δέρμα]] 9, 548, wie sp. D., [[κάρη]] Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – [[ὄροφος]], von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de poil <i>ou</i> de duvet, chevelu.<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαχνήεις''': Δωρ. -άεις, εσσα, εν, [[πλήρης]] ἐρίων, [[τριχωτός]], «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων [[κόμης]], [[ὄροφος]] γὰρ [[εἶδος]] καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451. | |lstext='''λαχνήεις''': Δωρ. -άεις, εσσα, εν, [[πλήρης]] ἐρίων, [[τριχωτός]], «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων [[κόμης]], [[ὄροφος]] γὰρ [[εἶδος]] καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:44, 1 October 2022
English (LSJ)
Dor. λαχν-άεις, εσσα, εν, contr. λαχν-ῆς Hdn.Gr.2.618:—woolly, hairy, shaggy, Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.P.1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; λ. ὄροφος downy, soft thatch, 24.451.
German (Pape)
[Seite 20] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
couvert de poil ou de duvet, chevelu.
Étymologie: λάχνη.
Greek (Liddell-Scott)
λαχνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, πλήρης ἐρίων, τριχωτός, «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων κόμης, ὄροφος γὰρ εἶδος καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) λάχνη
1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.)
2. χνουδωτός, απαλός.
Greek Monotonic
λαχνήεις: Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, τριχωτός, μαλλιαρός, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
λαχνήεις: ήεσσα, ήεν, дор. λαχνάεις, άεσσα, άεν
1) косматый (Φῆρες Hom.);
2) покрытый волосами, волосатый (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);
3) щетинистый (δέρμα συός Hom.);
4) мохнатый, пушистый (ὄροφος Hom.).
Middle Liddell
λαχνήεις, δοριξ -άεις, εσσα, εν [from λάχνη
hairy, shaggy, Il., Pind.