μονώψ: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu'un œil.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονώψ''': -ῶπος, (οὐχὶ [[μόνωψ]]. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. [[τυφλώψ]]), Ἰων. [[μουνώψ]], ὁ, ἡ, [[μονόφθαλμος]], ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. [[μονόμματος]]. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.
|lstext='''μονώψ''': -ῶπος, (οὐχὶ [[μόνωψ]]. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. [[τυφλώψ]]), Ἰων. [[μουνώψ]], ὁ, ἡ, [[μονόφθαλμος]], ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. [[μονόμματος]]. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.
}}
{{bailly
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu'un œil.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώψ Medium diacritics: μονώψ Low diacritics: μονώψ Capitals: ΜΟΝΩΨ
Transliteration A: monṓps Transliteration B: monōps Transliteration C: monops Beta Code: monw/y

English (LSJ)

ῶπος (on the accent cf. Hdn.Gr.1.247), Ion. μουνώψ, ὁ, ἡ, A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21,648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl. μονῶπα Call.Fr.28.2P. 2 μόνωψ, , bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit.

German (Pape)

[Seite 206] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu'un œil.
Étymologie: μόνος, ὤψ.

Greek (Liddell-Scott)

μονώψ: -ῶπος, (οὐχὶ μόνωψ. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. τυφλώψ), Ἰων. μουνώψ, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. μονόμματος. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.

Greek Monolingual

μονώψ, -ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωψ / -ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν-ώψ].

Greek Monotonic

μονώψ: Ιων. μουνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονώψ: ион. μουνώψ, ῶπος adj. одноглазый (Κύκλωψ Eur.).

Middle Liddell

μον-ώψ, Ionic μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,
one-eyed, Aesch., Eur.