λάτριος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0018.png Seite 18]] den Diener oder den Dienst betreffend, [[μισθός]], Lohn für den Dienst, Pind. Ol. 11, 29 u. sp. D., wie Man. 1, 275.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0018.png Seite 18]] den Diener oder den Dienst betreffend, [[μισθός]], Lohn für den Dienst, Pind. Ol. 11, 29 u. sp. D., wie Man. 1, 275.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les serviteurs <i>ou</i> le service à gages.<br />'''Étymologie:''' [[λάτρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λάτριος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς ὑπηρέτην ἢ εἰς ὑπηρεσίαν, μισθὸς Πινδ. Ο. 10. 34· λατρίαν Ἰαωλκὸν παρέδωκεν, παρέδωκε τὴν Ἰωλκὸν εἰς δουλείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 89, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγρ. λατρείαν, [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου.
|lstext='''λάτριος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς ὑπηρέτην ἢ εἰς ὑπηρεσίαν, μισθὸς Πινδ. Ο. 10. 34· λατρίαν Ἰαωλκὸν παρέδωκεν, παρέδωκε τὴν Ἰωλκὸν εἰς δουλείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 89, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγρ. λατρείαν, [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les serviteurs <i>ou</i> le service à gages.<br />'''Étymologie:''' [[λάτρον]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάτριος Medium diacritics: λάτριος Low diacritics: λάτριος Capitals: ΛΑΤΡΙΟΣ
Transliteration A: látrios Transliteration B: latrios Transliteration C: latrios Beta Code: la/trios

English (LSJ)

α, ον, of a servant or service, μισθός Pi.O.10.28; λατρίαν Ἰαολκὸν παρέδωκεν gave Iolcos into slavery, Id.N.4.54 (ubi codd. λατρείαν contra metrum); λ. ἔργα Man.1.275.

German (Pape)

[Seite 18] den Diener oder den Dienst betreffend, μισθός, Lohn für den Dienst, Pind. Ol. 11, 29 u. sp. D., wie Man. 1, 275.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les serviteurs ou le service à gages.
Étymologie: λάτρον.

Greek (Liddell-Scott)

λάτριος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ὑπηρέτην ἢ εἰς ὑπηρεσίαν, μισθὸς Πινδ. Ο. 10. 34· λατρίαν Ἰαωλκὸν παρέδωκεν, παρέδωκε τὴν Ἰωλκὸν εἰς δουλείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 89, ἔνθα τὰ Ἀντίγρ. λατρείαν, ἐναντίον τοῦ μέτρου.

English (Slater)

λάτριος slavish, menial ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (sc. Ἡρακλέης: join λάτριον with Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. into slavery ) (N. 4.54)

Greek Monolingual

λάτριος, -ία, -ον (Α) λάτρις
αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε υπηρεσία, σε δουλεία («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

λάτριος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε προσφερόμενη υπηρεσία, σε Πίνδ.· παραδιδόναι τινὰ λάτριον, παραδίδω κάποιον σε δουλεία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λάτριος: выплачиваемый слуге, заработный (μισθός Pind.).

Middle Liddell

λάτριος, η, ον
of a servant or service, Pind.; παραδιδόναι τινὰ λάτριον to give him into slavery, Pind. [from λάτρις