λεχώ: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0037.png Seite 37]] οῦς, ἡ, die im Bette Liegende, bes. die Kindbetterinn, [[λεχώ]] μ' ἀπάγγελλ' οὖσαν ἄρσενος τόκῳ, Eur. El. 652. 1108; Ar. Eccl. 530 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 208; δράκοντος [[ἔντοκος]], Lycophr. 1185. Sprichwörtlich λεχὼ λέαιναν καὶ κακὸς [[κύων]] φοβεῖ; Paroemiogr. App. 3, 63. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0037.png Seite 37]] οῦς, ἡ, die im Bette Liegende, bes. die Kindbetterinn, [[λεχώ]] μ' ἀπάγγελλ' οὖσαν ἄρσενος τόκῳ, Eur. El. 652. 1108; Ar. Eccl. 530 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 208; δράκοντος [[ἔντοκος]], Lycophr. 1185. Sprichwörtlich λεχὼ λέαιναν καὶ κακὸς [[κύων]] φοβεῖ; Paroemiogr. App. 3, 63. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όος-οῦς (ἡ) :<br />femme qui accouche.<br />'''Étymologie:''' R. Λεχ, v. [[λέγω]]¹. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεχώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, ([[λέχος]]) ὡς καὶ νῦν ἡ προσφάτως τετοκυῖα, κοινῶς «λεχοῦσα» ἢ «λεχώνα», Λατ. puerpera Εὐρ. Ἠλ. 652, 654, 1108, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 530, κτλ.· ἐπὶ ζῴου, Ὀππ. Κυν. 3. 208· - πληθ. λεχοί, Ὀρφ. Ὕμ. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1010 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 227, 228. | |lstext='''λεχώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, ([[λέχος]]) ὡς καὶ νῦν ἡ προσφάτως τετοκυῖα, κοινῶς «λεχοῦσα» ἢ «λεχώνα», Λατ. puerpera Εὐρ. Ἠλ. 652, 654, 1108, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 530, κτλ.· ἐπὶ ζῴου, Ὀππ. Κυν. 3. 208· - πληθ. λεχοί, Ὀρφ. Ὕμ. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1010 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 227, 228. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:50, 1 October 2022
English (LSJ)
όος, contr. οῦς, Cyrenaic gen. λεχός Berl.Sitzb.1927.166, dat. λεχοῖ ib.158, IG5(1).713, al. (Sparta), λεκχοῖ Schwyzer323 D13 (Delph., v/iv B.C.): ἡ: (λέχος):—woman in childbed or one who has just given birth, E.El.652, 654, 1108, A Ec.530, Sor.1.77, etc.; of an animal, Opp.C.3.208: pl. λεχοί Orph.H.2.10; acc. pl. λεχούς Sch. A.R.2.1010 (cod. Par.).
German (Pape)
[Seite 37] οῦς, ἡ, die im Bette Liegende, bes. die Kindbetterinn, λεχώ μ' ἀπάγγελλ' οὖσαν ἄρσενος τόκῳ, Eur. El. 652. 1108; Ar. Eccl. 530 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 208; δράκοντος ἔντοκος, Lycophr. 1185. Sprichwörtlich λεχὼ λέαιναν καὶ κακὸς κύων φοβεῖ; Paroemiogr. App. 3, 63.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
femme qui accouche.
Étymologie: R. Λεχ, v. λέγω¹.
Greek (Liddell-Scott)
λεχώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, (λέχος) ὡς καὶ νῦν ἡ προσφάτως τετοκυῖα, κοινῶς «λεχοῦσα» ἢ «λεχώνα», Λατ. puerpera Εὐρ. Ἠλ. 652, 654, 1108, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 530, κτλ.· ἐπὶ ζῴου, Ὀππ. Κυν. 3. 208· - πληθ. λεχοί, Ὀρφ. Ὕμ. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1010 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 227, 228.
Greek Monolingual
η (Α λεχῶ, -οῦς)
βλ. λεχώνα.
Greek Monotonic
λεχώ: -όος, συνηρ. λεχοῦς, ἡ (λέχος), λεχώνα, γυναίκα που μόλις έχει γεννήσει, Λατ. puerpera, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λεχώ: οῦς ἡ λέγω 1] родильница Eur., Arph.
Middle Liddell
λέχος
a woman in childbed, or one who has just given birth, Lat. puerpera, Eur.
English (Woodhouse)
a woman who has just been in childbirth, a woman who has just been in travail, woman who has just been in labour