κατάπονος: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />fatigué, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πόνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14. | |lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A tired, wearied, ἀθλητής Plu. Sull.29; worn out, exhausted, of cattle, PLond.3.1170v462 (iii A. D.); ὑπ' ἀλλήλων Plu.Alc.25. II laboured, of poetry or works of art, Id.Tim.36; wearisome, λατρεία LXX 3 Ma.4.14; κ. βάρος Phld.D. 3.13.
German (Pape)
[Seite 1371] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fatigué, épuisé.
Étymologie: κατά, πόνος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπονος: -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ ἔφεδρος ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. κοπιώδης, ἐπίπονος, πόνους προξενῶν, ὀχληρός, λατρεία Μακκαβ. 3. 4, 14.
Greek Monolingual
κατάπονος, -ον (Α)
1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος
2. εξασθενημένος, εξαντλημένος
3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος
4. επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πονος (< πόνος), πρβλ. επίπονος, σύμπονος].
Greek Monotonic
κατάπονος: -ον, κουρασμένος, κατάκοπος, εξουθενωμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατάπονος: ослабленный, изнуренный, надломленный (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ ἀλλήλων Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-πονος -ον afgemat:. ἀθλητὴς κατάπονος een uitgeputte atleet Plut. Sull. 29.1. waaraan veel moeite is besteed.