μυλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] den Mund, die Lippen ([[μύλλος]]) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] den Mund, die Lippen ([[μύλλος]]) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.
}}
{{bailly
|btext=tordre la bouche, faire la moue.<br />'''Étymologie:''' [[μύλλα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυλλαίνω''': (μυλλὸς) στραβώνω τὸ [[στόμα]], [[κάμνω]] μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ [[σιλλαίνω]], Φώτ. ἐν λ. [[σιλλαίνω]]· πρβλ. [[μύλλω]].
|lstext='''μυλλαίνω''': (μυλλὸς) στραβώνω τὸ [[στόμα]], [[κάμνω]] μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ [[σιλλαίνω]], Φώτ. ἐν λ. [[σιλλαίνω]]· πρβλ. [[μύλλω]].
}}
{{bailly
|btext=tordre la bouche, faire la moue.<br />'''Étymologie:''' [[μύλλα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυλλαίνω]] (Α) [[μύλλον]]<br />[[στραβώνω]] το [[στόμα]] για εμπαιγμό, [[κάνω]] μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, [[μυκτηρίζω]].
|mltxt=[[μυλλαίνω]] (Α) [[μύλλον]]<br />[[στραβώνω]] το [[στόμα]] για εμπαιγμό, [[κάνω]] μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, [[μυκτηρίζω]].
}}
}}

Revision as of 22:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλλαίνω Medium diacritics: μυλλαίνω Low diacritics: μυλλαίνω Capitals: ΜΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: myllaínō Transliteration B: myllainō Transliteration C: myllaino Beta Code: mullai/nw

English (LSJ)

(μυλλός A) distort the mouth, make mouths or mock at, Phot. s.v. σιλλαίνει. μυλλάς, άδος, ἡ, (μύλλω) prostitute, Id. (μυλάς cod.), Suid. (v.l. μυλάς). μυλλάω, = μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch. μύλλη· λεῖα, Id.; cf. μυμεῖ. μυλλίζω, = μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.

German (Pape)

[Seite 217] den Mund, die Lippen (μύλλος) verziehen, höhnisch lachen, verspotten, VLL.

French (Bailly abrégé)

tordre la bouche, faire la moue.
Étymologie: μύλλα.

Greek (Liddell-Scott)

μυλλαίνω: (μυλλὸς) στραβώνω τὸ στόμα, κάμνω μορφασμοὺς διὰ τοῦ στόματος πρὸς ἐμπαιγμόν, περιπαίζω, ὡς τὸ σιλλαίνω, Φώτ. ἐν λ. σιλλαίνω· πρβλ. μύλλω.

Greek Monolingual

μυλλαίνω (Α) μύλλον
στραβώνω το στόμα για εμπαιγμό, κάνω μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, μυκτηρίζω.