οἰκουρία: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - " :" to ":")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] ἡ, das Bewachen, Hüten des Hauses, übh. das zu Hause Bleiben, ein stilles, eingezogenes Leben fern von den Staatsgeschäften, dah. auch tadelnd, Müssiggang, Unthätigkeit, Plut. Coriol. 35 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] ἡ, das Bewachen, Hüten des Hauses, übh. das zu Hause Bleiben, ein stilles, eingezogenes Leben fern von den Staatsgeschäften, dah. auch tadelnd, Müssiggang, Unthätigkeit, Plut. Coriol. 35 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de rester à la maison :<br /><b>1</b> vie sédentaire <i>ou</i> retirée;<br /><b>2</b> oisiveté, inaction.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκουρία''': ἡ, ([[οἰκουρέω]]) τὸ φυλάττειν τὸν οἶκον καὶ ἐπιμελεῖσθαι [[αὐτοῦ]], ἐν τῷ πληθ., μακρὰς διαντλοῦσ’ ἐν δόμοις οἰκ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1373· ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας Κλήμ. Ἀλ. 254. ΙΙ. τὸ μένειν κατ’ οἶκον, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Πλούτ. 2. 271Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κοριολ. 35.
|lstext='''οἰκουρία''': ἡ, ([[οἰκουρέω]]) τὸ φυλάττειν τὸν οἶκον καὶ ἐπιμελεῖσθαι [[αὐτοῦ]], ἐν τῷ πληθ., μακρὰς διαντλοῦσ’ ἐν δόμοις οἰκ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1373· ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας Κλήμ. Ἀλ. 254. ΙΙ. τὸ μένειν κατ’ οἶκον, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Πλούτ. 2. 271Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κοριολ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de rester à la maison :<br /><b>1</b> vie sédentaire <i>ou</i> retirée;<br /><b>2</b> oisiveté, inaction.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουρία Medium diacritics: οἰκουρία Low diacritics: οικουρία Capitals: ΟΙΚΟΥΡΙΑ
Transliteration A: oikouría Transliteration B: oikouria Transliteration C: oikouria Beta Code: oi)kouri/a

English (LSJ)

ἡ, A housekeeping and its cares, in plural, μακρὰς διαντλοῦσ' ἐν δόμοις οἰ. Id.HF1373: sg., Vett.Val. 1.18. II keeping-at-home, especially of women, Plu.2.271e, Cor. 35.

German (Pape)

[Seite 303] ἡ, das Bewachen, Hüten des Hauses, übh. das zu Hause Bleiben, ein stilles, eingezogenes Leben fern von den Staatsgeschäften, dah. auch tadelnd, Müssiggang, Unthätigkeit, Plut. Coriol. 35 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de rester à la maison :
1 vie sédentaire ou retirée;
2 oisiveté, inaction.
Étymologie: οἰκουρός.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουρία: ἡ, (οἰκουρέω) τὸ φυλάττειν τὸν οἶκον καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτοῦ, ἐν τῷ πληθ., μακρὰς διαντλοῦσ’ ἐν δόμοις οἰκ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1373· ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας Κλήμ. Ἀλ. 254. ΙΙ. τὸ μένειν κατ’ οἶκον, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Πλούτ. 2. 271Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κοριολ. 35.

Greek Monolingual

η (Α οἰκουρία) οικουρώ
νεοελλ.
παραμονή στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας
αρχ.
1. η φύλαξη και η επιμέλεια του σπιτιού
2. (για γυναίκες) η διαμονή στο σπίτι («ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι
τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας σύμβολον», Πλούτ.)
3. ήσυχος βίος μακριά από τις πολιτικές υποθέσεις
4. απραξία.

Greek Monotonic

οἰκουρία: ἡ,
I. επιστασία του σπιτιού, οι φροντίδες για το νοικοκυριό, σε Ευρ.
II. συνεχής παραμονή στο σπίτι, λέγεται για γυναίκες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκουρία: дор. οἰκορία ἡ
1) охрана дома, замкнутая домашняя жизнь (ἐν δόμοις Eur.);
2) бездействие, праздность Plut.

Middle Liddell

οἰκουρία, ἡ,
I. housekeeping, the cares of housekeeping, Eur.
II. a staying at home, of women, Plut.