κόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1488.png Seite 1488]] ὁ, eine Art [[τροχίλος]], wohl [[κόρυδος]], Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1488.png Seite 1488]] ὁ, eine Art [[τροχίλος]], wohl [[κόρυδος]], Hesych.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén. de</i> [[κόρυς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρῠθος''': ὁ, ([[κόρυς]]), ὁ μετὰ λόφου, [[τροχίλος]] Ἡσύχ., πρβλ. [[κορυδός]].
|lstext='''κόρῠθος''': ὁ, ([[κόρυς]]), ὁ μετὰ λόφου, [[τροχίλος]] Ἡσύχ., πρβλ. [[κορυδός]].
}}
{{bailly
|btext=<i>gén. de</i> [[κόρυς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠθος Medium diacritics: κόρυθος Low diacritics: κόρυθος Capitals: ΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: kórythos Transliteration B: korythos Transliteration C: korythos Beta Code: ko/ruqos

English (LSJ)

ὁ, (κόρυς) A crested τροχίλος, Hsch.; but also, = περικεφαλαία, Id. II Κόρυθος, title of Apollo, Bull.Soc.Roy.Lund 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perhaps = κολλυρίων), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1488] ὁ, eine Art τροχίλος, wohl κόρυδος, Hesych.

French (Bailly abrégé)

gén. de κόρυς.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠθος: ὁ, (κόρυς), ὁ μετὰ λόφου, τροχίλος Ἡσύχ., πρβλ. κορυδός.

Greek Monolingual

κόρυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) είδος τροχίλου
β) περικεφαλαία
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυθος
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «περικεφαλαία» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κόρυς, -υθ-ος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -ος. Με τη σημ. «τροχίλος» πρόκειται για παράλληλο τ. του κόρυδος (επίσης < κόρυς) με παρέκταση -θ- αντί -δ-].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρυθος gen. van κόρυς.

Russian (Dvoretsky)

κόρῠθος: gen. к κόρυς.