κούφισμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1497.png Seite 1497]] τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1497.png Seite 1497]] τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κούφισμα''': τό, = [[κούφισις]], Εὐρ. Φοίν. 848. Πλούτ. 2. 114C.
|lstext='''κούφισμα''': τό, = [[κούφισις]], Εὐρ. Φοίν. 848. Πλούτ. 2. 114C.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούφισμα Medium diacritics: κούφισμα Low diacritics: κούφισμα Capitals: ΚΟΥΦΙΣΜΑ
Transliteration A: koúphisma Transliteration B: kouphisma Transliteration C: koyfisma Beta Code: kou/fisma

English (LSJ)

ατος, τό, = κούφισις (lightening, alleviation, relief), E. Ph. 848 (pl.), Plu. 2.114c.

German (Pape)

[Seite 1497] τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κούφισμα: τό, = κούφισις, Εὐρ. Φοίν. 848. Πλούτ. 2. 114C.

Greek Monolingual

το (AM κούφισμα) κουφίζω (II)]
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν εἶναι κούφισμα πρὸς τὰς τύχας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κούφισμα: -ατος, τό = κούφισις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κούφισμα: ατος τό облегчение, утешение, поддержка: χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. ожидать посторонней помощи; κ. πρὸς τὰς τύχας Plut. утешение в превратностях судьбы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κούφισμα -ατος, τό [κουφίζω] verlichting, opluchting.

Middle Liddell

κούφισμα, ατος, τό, = κούφισις, Eur.]