καταπειράζω: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von [[καταπειράω]]), geschwächt, D. Sic. 17, 107.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von [[καταπειράω]]), geschwächt, D. Sic. 17, 107.
}}
{{bailly
|btext=faire une tentative sur, chercher (à obtenir, à connaître, <i>etc.</i>) acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πειράζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπειράζω''': [[κάμνω]] ἀπόπειραν, [[δοκιμάζω]], προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) μετὰ γεν., [[δοκιμάζω]] τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13.
|lstext='''καταπειράζω''': [[κάμνω]] ἀπόπειραν, [[δοκιμάζω]], προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) μετὰ γεν., [[δοκιμάζω]] τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13.
}}
{{bailly
|btext=faire une tentative sur, chercher (à obtenir, à connaître, <i>etc.</i>) acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πειράζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπειράζω Medium diacritics: καταπειράζω Low diacritics: καταπειράζω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: katapeirázō Transliteration B: katapeirazō Transliteration C: katapeirazo Beta Code: katapeira/zw

English (LSJ)

fut. A -πειράσω Lys.30.34:— make an attempt on, τήν τινος ψῆφον Lys. l. c.; τοὺς τόπους LXX 2 Ma. 13.18; τοὺς στρατηγούς Inscr.Prien.111.135 (i B. C.). 2 c. gen., make trial of, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Plb.4.11.6, 4.13.5, cf.PAmh.2.134.3 (ii A. D.):—also in Med., Herod.Med. ap. Orib.10.40.5.

German (Pape)

[Seite 1368] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ δικαστήριον Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von καταπειράω), geschwächt, D. Sic. 17, 107.

French (Bailly abrégé)

faire une tentative sur, chercher (à obtenir, à connaître, etc.) acc..
Étymologie: κατά, πειράζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπειράζω: κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) μετὰ γεν., δοκιμάζω τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13.

Greek Monolingual

καταπειράζω (Α)
(επιτ. τ. του πειράζω)
1. καταβάλλω προσπάθεια, επιχειρώ δοκιμαστικά, δοκιμάζω επίμονα, προσπαθώ να αποκτήσω («τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες», Λυσ.)
2. δοκιμάζω να προσβάλω, να κατακτήσω κάτι («καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολύβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πειράζω «προσπαθώ»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πειράζω op de proef stellen.

Russian (Dvoretsky)

καταπειράζω:
1) испытывать, подвергать испытанию, тж. пытаться разузнать (τὴν ψῆφόν τινος Lys.);
2) делать попытку нападения или захвата, «прощупывать» (τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως Polyb.).