λιβάζω: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] fließen lassen, träufeln, wie [[λείβω]], VLL. – Med. rinnen, fließen, von einer Quelle, ἡ [[πάρος]] εὐύδροισι λιβαζομένη προχοῇσι, Antiphan. 7 (IX, 258). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] fließen lassen, träufeln, wie [[λείβω]], VLL. – Med. rinnen, fließen, von einer Quelle, ἡ [[πάρος]] εὐύδροισι λιβαζομένη προχοῇσι, Antiphan. 7 (IX, 258). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=épancher, verser goutte à goutte ; <i>Pass.</i> couler goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐβάζω''': μέλλ. σω, (λιβὰς) = [[λείβω]], ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κατὰ σταγόνας, [[σταλάζω]]. ― «λιβάσαν· στάξαν» καὶ λιβάσεις· σοβήσεις· φθαρεῖς» καὶ «λιβάξεις· ἀποφθερεῖ» Ἡσύχ., Φώτ.· ἴδε ἐν λέξ. [[λιβάς]]. ― Μέσ., ῥέω κατὰ σταγόνας, [[στάζω]], Ἀνθ. Π. 9. 258. | |lstext='''λῐβάζω''': μέλλ. σω, (λιβὰς) = [[λείβω]], ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κατὰ σταγόνας, [[σταλάζω]]. ― «λιβάσαν· στάξαν» καὶ λιβάσεις· σοβήσεις· φθαρεῖς» καὶ «λιβάξεις· ἀποφθερεῖ» Ἡσύχ., Φώτ.· ἴδε ἐν λέξ. [[λιβάς]]. ― Μέσ., ῥέω κατὰ σταγόνας, [[στάζω]], Ἀνθ. Π. 9. 258. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:40, 1 October 2022
English (LSJ)
A = λείβω, let fall in drops, Hsch., Phot.:—Med., run out in drops, trickle, AP9.258 (Antiphan. Megalop.). II γῆ λιβάζουσα land full of pools of water, Poll.1.238.
German (Pape)
[Seite 42] fließen lassen, träufeln, wie λείβω, VLL. – Med. rinnen, fließen, von einer Quelle, ἡ πάρος εὐύδροισι λιβαζομένη προχοῇσι, Antiphan. 7 (IX, 258).
French (Bailly abrégé)
épancher, verser goutte à goutte ; Pass. couler goutte à goutte.
Étymologie: λιβάς.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβάζω: μέλλ. σω, (λιβὰς) = λείβω, ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κατὰ σταγόνας, σταλάζω. ― «λιβάσαν· στάξαν» καὶ λιβάσεις· σοβήσεις· φθαρεῖς» καὶ «λιβάξεις· ἀποφθερεῖ» Ἡσύχ., Φώτ.· ἴδε ἐν λέξ. λιβάς. ― Μέσ., ῥέω κατὰ σταγόνας, στάζω, Ἀνθ. Π. 9. 258.
Greek Monolingual
λιβάζω (Α)
1. αφήνω κάτι να πέσει σε σταγόνες, σταλάζω
2. μέσ. λιβάζομαι
πέφτω σταγόνα-σταγόνα, στάζω
3. φρ. «γῆ λιβάζουσα» — γη γεμάτη λιμνάζοντα ύδατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρυάκι, ρεύμα»].
Greek Monotonic
λῐβάζω: [ᾰ], μέλ. λιβάσω (λιβάς) = λείβω, αφήνω κάτι να πέσει σε σταγόνες — Μέσ., ρέω σε σταγόνες, στάζω, σε Ανθ.
Middle Liddell
λιβάς
=λείβω, to let fall in drops:— Mid. to run out in drops, trickle, Anth.