μηλίς: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0172.png Seite 172]] ίδος, ἡ, = [[μηλέα]], μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch [[μᾶλις]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0172.png Seite 172]] ίδος, ἡ, = [[μηλέα]], μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch [[μᾶλις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pommier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλίς''': -ίδος, ἡ, ([[μῆλον]] Β) = [[μηλέα]], Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79. | |lstext='''μηλίς''': -ίδος, ἡ, ([[μῆλον]] Β) = [[μηλέα]], Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:55, 1 October 2022
English (LSJ)
(A), ίδος, ἡ, (μῆλον B) A = μηλέα, Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
μηλίς (B), ίδος, ἡ, A a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
μηλίς (C), ίδος, ἡ, yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος 11.
German (Pape)
[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².
Greek (Liddell-Scott)
μηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον Β) = μηλέα, Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79.
Greek Monolingual
μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)
κίτρινο χρώμα, ώχρα
αρχ.
1. το δέντρο μηλιά
2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές
3. ονομασία μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῦσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῦσι μηλίδα», Αριστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].
Greek Monotonic
μηλίς: -ίδος, ἡ (μῆλον Β), = μηλέα, Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μηλίς: ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
Russian (Dvoretsky)
μηλίς:
I дор. μᾱλίς, ίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.