μεγαλοσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ον, = Vorigem, [[τιμή]], Aesch. Prom. 406.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ον, = Vorigem, [[τιμή]], Aesch. Prom. 406.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a grand air, magnifique.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[σχῆμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοσχήμων''': -ον, [[μεγαλοπρεπής]], Αἰσχύλ. Πρ. 409. [[ὡσαύτως]] -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα [[σχῆμα]], Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ [[ὕψιστος]] [[οὗτος]] μοναχικὸς βαθμός, [[αὐτόθι]] 61.
|lstext='''μεγᾰλοσχήμων''': -ον, [[μεγαλοπρεπής]], Αἰσχύλ. Πρ. 409. [[ὡσαύτως]] -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα [[σχῆμα]], Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ [[ὕψιστος]] [[οὗτος]] μοναχικὸς βαθμός, [[αὐτόθι]] 61.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a grand air, magnifique.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[σχῆμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοσχήμων Medium diacritics: μεγαλοσχήμων Low diacritics: μεγαλοσχήμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: megaloschḗmōn Transliteration B: megaloschēmōn Transliteration C: megaloschimon Beta Code: megalosxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, magnificent, A.Pr.408 (lyr.):—also μεγᾰλό-σχημος, ον, bulky, of particles, Thphr. CP6.1.6.

German (Pape)

[Seite 107] ον, = Vorigem, τιμή, Aesch. Prom. 406.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a grand air, magnifique.
Étymologie: μέγας, σχῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοσχήμων: -ον, μεγαλοπρεπής, Αἰσχύλ. Πρ. 409. ὡσαύτως -σχημος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 6. ΙΙ. μεγαλόσχημοι ἢ -σχήμονες, οἱ, μοναχοὶ οἱ ἀφικόμενοι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, καὶ οἱ φοροῦντες τὸ μέγα σχῆμα, Στουδ. 1753D, Εὐστ. Πονημ. 216. 12, κτλ.· καὶ μεγαλοσχημοσύνη, ἡ, ὁ ὕψιστος οὗτος μοναχικὸς βαθμός, αὐτόθι 61.

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλοσχήμων, -ον)
(για μοναχό) μεγαλόσχημος
αρχ.
μεγαλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ-σχήμων].

Greek Monotonic

μεγᾰλοσχήμων: -ον (σχῆμα), μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοσχήμων: 2, gen. ονος великий, величавый (μ. καὶ ἀρχαιοπρεπὴς τιμή Aesch.).

Middle Liddell

μεγᾰλο-σχήμων, ον, σχῆμα
magnificent, Aesch.