πρόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0735.png Seite 735]] vor dem Geschick; [[θάνατος]], frühzeitig, Ael. bei Suid. [[νεολαία]], s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως [[θανεῖν]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0735.png Seite 735]] vor dem Geschick; [[θάνατος]], frühzeitig, Ael. bei Suid. [[νεολαία]], s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως [[θανεῖν]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui devance les destins, prématuré.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μοῖρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόμοιρος''': -ον, ([[μοῖρα]]) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, [[πρόωρος]], [[ἄωρος]], ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο [[τέλος]] ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.
|lstext='''πρόμοιρος''': -ον, ([[μοῖρα]]) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, [[πρόωρος]], [[ἄωρος]], ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο [[τέλος]] ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui devance les destins, prématuré.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μοῖρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμοιρος Medium diacritics: πρόμοιρος Low diacritics: πρόμοιρος Capitals: ΠΡΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: prómoiros Transliteration B: promoiros Transliteration C: promoiros Beta Code: pro/moiros

English (LSJ)

ον, (μοῖρα) A before the destined term, i.e. untimely, of death, Ael.Fr.49, Man.1.276. 2 of persons, doomed to untimely death, AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, dead before their time, Epigr. Gr.418 (Cyrene), IG14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. -ρως ib. 1932 (ibid.), BMus.Inscr.794.10 (Cnidus).

German (Pape)

[Seite 735] vor dem Geschick; θάνατος, frühzeitig, Ael. bei Suid. νεολαία, s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως θανεῖν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui devance les destins, prématuré.
Étymologie: πρό, μοῖρα.

Greek (Liddell-Scott)

πρόμοιρος: -ον, (μοῖρα) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, πρόωρος, ἄωρος, ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο τέλος ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και πρόμοιρις, -οίριος, Α
1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος
2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωρα
β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο.
επίρρ...
προμοίρως
με πρόωρο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μοιρος (< μοῖρα)].

Greek Monotonic

πρόμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη μοίρα ορισμένο χρόνο, δηλ. πρόωρος, λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πρόμοιρος: постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.

Middle Liddell

πρό-μοιρος, ον, μοῖρα
before the destined term, i. e. untimely, of death, Anth.