παροιμιώδης: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ες, sprichwörtlich, nach Art eines Sprichworts, Plut. Symp. 4, 2, 1 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ες, sprichwörtlich, nach Art eines Sprichworts, Plut. Symp. 4, 2, 1 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à un proverbe, proverbial.<br />'''Étymologie:''' [[παροιμία]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παροιμιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς παροιμίαν, ὡς [[παροιμία]], Πλούτ. 2. 302C, 6 6C, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, κτλ.
|lstext='''παροιμιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς παροιμίαν, ὡς [[παροιμία]], Πλούτ. 2. 302C, 6 6C, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à un proverbe, proverbial.<br />'''Étymologie:''' [[παροιμία]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:54, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροιμιώδης Medium diacritics: παροιμιώδης Low diacritics: παροιμιώδης Capitals: ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΗΣ
Transliteration A: paroimiṓdēs Transliteration B: paroimiōdēs Transliteration C: paroimiodis Beta Code: paroimiw/dhs

English (LSJ)

ες, proverbial, Plu.2.302b, 616c, Philostr.VA1.8. Adv. -δῶς Asp.in EN 160.23, Sch.Ar.Pl.287.

German (Pape)

[Seite 525] ες, sprichwörtlich, nach Art eines Sprichworts, Plut. Symp. 4, 2, 1 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à un proverbe, proverbial.
Étymologie: παροιμία, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

παροιμιώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς παροιμίαν, ὡς παροιμία, Πλούτ. 2. 302C, 6 6C, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, κτλ.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ παροιμία
1. αυτός που λέγεται ως παροιμία, ο όμοιος με παροιμία, ο παροιμιακός
νεοελλ.
1. περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος, πασίγνωστοςπαροιμιώδης κακία»)
2. αμύθητος, μυθώδης, ανυπολόγιστοςπαροιμιώδης πλούτος»).
επίρρ...
παροιμιωδώς / παροιμιωδῶς ΝΜΑ
με τρόπο παροιμιώδη, με παροιμίες.

Russian (Dvoretsky)

παροιμιώδης: имеющий вид или характер поговорки Plut.