παροπλίζω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] entwaffnen; Pol. 2, 7, 10; παρωπλικέναι τὴν πόλιν, D. Sic. 4, 10; auch pass., 14, 67; Plut. Cat. min. 68. – Das med. in act. Bdtg, Numen. bei Ath. VII, 306 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] entwaffnen; Pol. 2, 7, 10; παρωπλικέναι τὴν πόλιν, D. Sic. 4, 10; auch pass., 14, 67; Plut. Cat. min. 68. – Das med. in act. Bdtg, Numen. bei Ath. VII, 306 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> παρώπλικα;<br />désarmer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁπλίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροπλίζω''': μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - [[ἀφοπλίζω]], Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68. | |lstext='''παροπλίζω''': μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - [[ἀφοπλίζω]], Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:55, 2 October 2022
English (LSJ)
pf. -ώπλικα D.S.4.10:—disarm, Plb.2.7.10, etc.:— Med., 2sg. Ep. aor. -οπλίσσαιο Numen. ap. Ath.7.306c:—Pass., Plu. Cat.Mi.68.
German (Pape)
[Seite 527] entwaffnen; Pol. 2, 7, 10; παρωπλικέναι τὴν πόλιν, D. Sic. 4, 10; auch pass., 14, 67; Plut. Cat. min. 68. – Das med. in act. Bdtg, Numen. bei Ath. VII, 306 c.
French (Bailly abrégé)
pf. παρώπλικα;
désarmer.
Étymologie: παρά, ὁπλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
παροπλίζω: μέλλ. -ίσω: πρκμ. -ώπλικα, Διόδ. 4. 10· - ἀφοπλίζω, Πολύβ. 2. 7, 10, κλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 306C. - Παθ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 68.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. θέτω πλοίο σε κατάσταση παροπλισμού
2. μτφ. περιορίζω στο ελάχιστο τις δραστηριότητες υπαλλήλου ή λειτουργού, δεν του αναθέτω κάτι σημαντικό ή ανάλογο προς τη θέση του να κάνει
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παροπλισμένος και παρωπλισμένος, -η, -ο
α) (για πλοίο) αυτό που παραμένει σε κατάσταση παροπλισμού
β) (για υπάλληλο ή λειτουργό) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί δραστική περικοπή δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων
(μσν. αρχ.) αφοπλίζω
αρχ.
1. αφαιρώ από το πλοίο τα ξάρτια και τα κουπιά, ξαρματώνω
2. μέσ. παροπλίζομαι
μτφ. περιορίζω τις δραστηριότητες μου ή την έκφραση τών απόψεών μου.
Greek Monotonic
παροπλίζω: μέλ. -ίσω, αφοπλίζω, σε Πολύβ. — Παθ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παροπλίζω: обезоруживать, разоружать (τινά Polyb., Diod., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-οπλίζω, pass. ontwapend worden.
Middle Liddell
fut. ίσω
to disarm, Polyb.:—Pass., Plut.