πενθημιμερής: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] ές, aus fünf halben, d. i. aus 2½Theilen bestehend; τὸ πενθημιμερές, sc. [[μέρος]], od. ἡ [[πενθημιμερής]], sc. [[τομή]], der Theil eines Verses, der aus den ersten 2½ Füßen desselben besteht, bes. im Hexameter und im jambischen Trimeter, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] ές, aus fünf halben, d. i. aus 2½Theilen bestehend; τὸ πενθημιμερές, sc. [[μέρος]], od. ἡ [[πενθημιμερής]], sc. [[τομή]], der Theil eines Verses, der aus den ersten 2½ Füßen desselben besteht, bes. im Hexameter und im jambischen Trimeter, Gramm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; <i>t. de gramm.</i> πενθημιμερὴς [[τομή]] césure penthémimère, après le deuxième pied, <i>particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm.</i> τὸ πενθημιμερές partie d'un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ἥμισυς]], [[πούς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πενθημῐμερής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ [[πέντε]] ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ [[προσῳδία]] τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ μετὰ δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές (μετὰ τῆς λέξεως [[μέτρον]]· ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ [[ἥμισυς]] στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78. | |lstext='''πενθημῐμερής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ [[πέντε]] ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ [[προσῳδία]] τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ μετὰ δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές (μετὰ τῆς λέξεως [[μέτρον]]· ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ [[ἥμισυς]] στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:56, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, consisting of five halves, i. e. of two and a half: in Prosody, τομὴ π. the caesura after two feet and a half, as in Hexam. and Iamb. Trim., Aristid. Quint.1.25, etc.; τὸ π. (with or without μέτρον) the first two feet and a half of a verse, Quint.Inst.9.4.78, Heph. 7.3, al., Sch.Ar.Av.627.
German (Pape)
[Seite 555] ές, aus fünf halben, d. i. aus 2½Theilen bestehend; τὸ πενθημιμερές, sc. μέρος, od. ἡ πενθημιμερής, sc. τομή, der Theil eines Verses, der aus den ersten 2½ Füßen desselben besteht, bes. im Hexameter und im jambischen Trimeter, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; t. de gramm. πενθημιμερὴς τομή césure penthémimère, après le deuxième pied, particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm. τὸ πενθημιμερές partie d'un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.
Étymologie: πέντε, ἥμισυς, πούς.
Greek (Liddell-Scott)
πενθημῐμερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ προσῳδία τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ μετὰ δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές (μετὰ τῆς λέξεως μέτρον· ἢ ἄνευ αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ ἥμισυς στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε μισά, δηλ. δυόμισυ ολόκληρα μέρη
2. φρ. «τομή πενθημιμερής»
(μετρ.) τομή που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. -υυ / -υυ / —
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθημιμερές
οι πρώτοι δυόμισυ πόδες του στίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + ἡμιμερής.
Greek Monotonic
πενθημῐμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πέντε μισά μέρη, ή από δυόμιση· στην προσωδία, τομὴ πενθημιμερής, η τομή έπειτα από δύομιση πόδες, όπως στα εξάμετρα και τα ιαμβικά μέτρα.
Russian (Dvoretsky)
πενθημῐμερής: состоящий из пяти половин, т. е. из двух с половиной частей: ἡ π. (sc. τομή) стих. цезура в середине третьей стопы (гексаметра или ямбического триметра).
Middle Liddell
πενθ-ημῐ-μερής, ές
consisting of five halves, or two and a half:—in Prosody, τομὴ π. the caesura after two feet and a half, as in hexam. and iamb. verses.