παρεκτρέχω: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] ([[τρέχω]]), daneben, darüber hinaus-, vorbeilaufen, τοὺς μαχομένους παρεκδραμόντες ἐκ πλαγίων ἔκτεινον, Plut. Flam. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] ([[τρέχω]]), daneben, darüber hinaus-, vorbeilaufen, τοὺς μαχομένους παρεκδραμόντες ἐκ πλαγίων ἔκτεινον, Plut. Flam. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s'élancer en courant au delà de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκτρέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεκτρέχω''': ἐκτρέχων [[παρέρχομαι]], Πλουτ. Φλαμ. 8. ΙΙ. [[τρέχω]] ἔξω ἢ πλησίον τινός, τῆς ὁδοῦ Κλήμ. Ἁλ. 565. | |lstext='''παρεκτρέχω''': ἐκτρέχων [[παρέρχομαι]], Πλουτ. Φλαμ. 8. ΙΙ. [[τρέχω]] ἔξω ἢ πλησίον τινός, τῆς ὁδοῦ Κλήμ. Ἁλ. 565. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:00, 2 October 2022
English (LSJ)
A run out past, in aor. part. -δραμόντες Plu.Flam.8. II metaph., παρεκδεδραμηκότα παρὰ τὰς εὐθείας forms derived from the nominative, A.D.Adv. 171.25; of the outcome of astrological influences, Vett. Val.185.2.
German (Pape)
[Seite 514] (τρέχω), daneben, darüber hinaus-, vorbeilaufen, τοὺς μαχομένους παρεκδραμόντες ἐκ πλαγίων ἔκτεινον, Plut. Flam. 8.
French (Bailly abrégé)
s'élancer en courant au delà de.
Étymologie: παρά, ἐκτρέχω.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτρέχω: ἐκτρέχων παρέρχομαι, Πλουτ. Φλαμ. 8. ΙΙ. τρέχω ἔξω ἢ πλησίον τινός, τῆς ὁδοῦ Κλήμ. Ἁλ. 565.
Greek Monolingual
Α εκτρέχω
1. περνώ τρέχοντας, τρέχω και προχωρώ κοντά ή πλάι σε κάτι
2. (για αστρολογικές επιδράσεις) απορρέω.
Greek Monotonic
παρεκτρέχω: μέλ. -δραμοῦμαι, παρέρχομαι, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εκτρέχω voorbijrennen.
Russian (Dvoretsky)
παρεκτρέχω: (aor. παρεξέδραμον) бежать мимо, пробегать Plut.